σπρώχνω το παπούτσι μου για να χωρέσει στη ρωγμή. το τσιμέντο έχει ανοίξει στα δύο. το παπούτσι αρνείται να μπει μέσα στη σχισμή και να χαθεί στην άβυσσο των τεκτονικών πλακών, των κακοτεχνιών και του σκοταδιού. κοιτάζω πάνω. ο ήλιος κρύφτηκε για τα καλά από τον ουρανό του νησιού και η βροχή επιχειρεί να κατακλύσει τα πάντα, να παρασύρει το φόβο, τις φωνές, τα ουρλιαχτά, το κρουαζιερόπλοιο που φιλοξενεί ακόμα κόσμο, τους βράχους που συνεχίζουν να πέφτουν. κοιτάζω δεξιά. η θάλασσα είναι πάντα εδώ, ένας χαμαιλέοντας σε υγρή μορφή, αλλάζει συνέχεια χρωματισμούς, πόσες αποχρώσεις έχει το μπλε και το πράσινο χρώμα; για πόσα χρόνια ακόμα θα νιώθω την ίδια συγκίνηση όταν πατάω το πόδι μου εδώ; το ρίγος που αισθάνομαι κάθε μα κάθε φορά που φτάνω στο νησί δεν μπαίνει σε λόγια. και γιατί να μπει; όστις κατάλαβε οπίσω μου ελθείν. μαζί με μένα φτάνουν κάθε φορά όλα μου τα παιδικά και τα εφηβικά χρόνια, οι καλύτεροί μου φίλοι, οι δυνατότεροι έρωτες, οι μακριές νύχτες πάνω στο βουνό, οι ευχές στην αυγουστιάτικη πανσέληνο, τα τραπέζια και τα γλέντια κάτω από τη μουριά του θείου που πάει, ξεριζώθηκε τώρα πια, γιατί οι ρίζες της βοήθησαν τον εγκέλαδο να σπάσει την αυλή στα δύο, οι όρκοι αιώνιας φιλίας, το καντηλάκι στο μνήμα του παππού, οι βουτιές από το βράχο, οι ριγανάδες και η αλιάδα, ο μπάλος με τα χοροπηδηχτά του βήματα, οι καντάδες της βαρκαρόλας και όλες εκείνες οι μικρές λεπτομέρειες που φωτίζουν τους χειμώνες σαν τον ήλιο που πέφτει τον αύγουστο στην πλατεία του ληξουρίου και βυθίζει τον τόπο στον καύσωνα και τον κόσμο σε μια ραστώνη σχεδόν σεξουαλική.
τώρα αντικρίζω μια πόλη -πες χωριό καλύτερα- γονατισμένη. τα χαμόγελα των ανθρώπων είναι ακόμα εδώ, μόνο μουδιασμένα, σαν το χαμόγελο του ασθενή που βγήκε από τον οδοντίατρο, πονάει αλλά χαμογελάει ανακουφισμένος που όλο αυτό πάει, πέρασε. αυτό το πονεμένο χαμόγελο μπορεί να με διαλύσει. η συνήθεια του χαμόγελου αποδεικνύεται σφοδρότερη των ρίχτερ και συνειδητοποιώ πως η δύναμη φυτρώνει εκεί που δεν την έσπειρε ποτέ κανένας. ένα αγριόχορτο που απλώνει ρίζες στα σπασμένα πεζοδρόμια, τα ξεχειλωμένα λιμάνια και τις κατεστραμμένες κολόνες των σπιτιών που δήλωσαν στο θεό εγκέλαδο πως μπορεί να λυγίσουν, αλλά όσοι στέκονται από κάτω τους δεν πρόκειται να πάθουν κακό.
τη νύχτα οι σεισμικές δονήσεις διακόπτουν τα όνειρά μου. λέω ένα ψέμα στον εαυτό μου και αλλάζω πλευρό. όσο το άγαλμα του αγίου ανδρέα λασκαράτου στέκει ορθό και ακούνητο δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. ίσως βέβαια και να μην είναι ψέμα. όπως βλέπετε σέβομαι τους θεούς σας αρκεί να σεβαστείτε κι εσείς τους δικούς μου.
περπατάω στην αποβάθρα και πιέζω και πάλι τη μύτη του παπουτσιού μου να χωθεί μέσα στις σχισμές. το πόδι αρνείται και πάλι να κοιτάξει μέσα στα έγκατα της γης. κοιτάζω στα αριστερά μου την αποκριάτικη παρέλαση. ο κόσμος έχει ανάγκη να διασκεδάσει. κάποιοι -λίγοι, σάμπως λίγοι δεν ήμασταν πάντα;- δεν επιθυμούν τη διασκέδαση και το σκόρπισμα αλλά τη συγκέντρωση. θέλουν να στείλουν ένα μήνυμα. ένα μήνυμα που το βλέπουν λίγοι και το ακούνε ακόμα λιγότεροι. ο σεισμός, οι ζημιές και οι εκλογές που κοντοζυγώνουν φτιάχνουν ένα εκρηκτικό μίγμα στο νησί. ας μην είναι μόνον ένα πυροτέχνημα η έκρηξη, εύχομαι κρυφά από μέσα μου.
τρεις μέρες πάνω στο νησί ο φόβος δεν με επισκέφθηκε. τρεις μέρες βροχερές, κουραστικές, με όμορφους ανθρώπους και ατελείωτα σχέδια για το μέλλον. και με μια παράξενη αίσθηση οικειότητας. κάπου σας ξέρω ρε παιδιά, σας έχω ξαναδεί, έχουμε ξαναμιλήσει, έχουμε ονειρευτεί ξανά μαζί. έχω την αίσθηση ότι αυτό που δένει τους ανθρώπους σφιχτά δεν είναι το κοινό παρελθόν αλλά το κοινό μέλλον.
εξάλλου, οι φυσικές καταστροφές δεν μου προκαλούν την ίδια οργή με τις καταστροφές που το ίδιο το ανθρώπινο είδος διαπράττει μόνο του. το δύσκολο δεν είναι να βρεις την έξοδο κινδύνου την ώρα του σεισμού αλλά να βρεις τρόπο να αναπνεύσεις μακριά από τη δυστυχία που οι ίδιοι σου οι άνθρωποι δημιούργησαν. το δύσκολο δεν είναι να ξαναδέσεις τα θεμέλια του σπιτιού σου που ταρακουνήθηκαν από τον εγκέλαδο αλλά να ξαναφτιάξεις τα θεμέλια των κοινωνιών που κατακρεουργήθηκαν από τους άρχοντες και τα οικονομικά συστήματα εξαθλίωσης των λαών που εφαρμόζονται παντού γύρω μας. το ζήτημα είναι όχι μόνο να βρεις την έξοδο κινδύνου, αλλά η έξοδος αυτή να σε οδηγήσει σε ξέφωτο. φυσικά, μέχρι τον επόμενο κίνδυνο.
και κάτι μου λέει ότι βρήκα τη δική μου έξοδο κινδύνου.
εις το επανιδείν.