Κρίση. Λέξη με ιστορικό πλέον περιεχόμενο. Κι όπως κάθε σελίδα ιστορίας διαμορφώθηκε πάντοτε από τους νικητές κρύβοντας πίσω της ανθρώπινα δράματα κυρίως και κάποιες λίγες ηρωικές στιγμές, έτσι και πίσω από αυτήν (κρίση) κρύβονται άνθρωποι.
Η επικοινωνιακή προσέγγισή της έχει πλέον εξαντληθεί. Η κοινοβουλευτική αλλά και η εν γένει πολιτική, επίσης. Η ουσία της όμως παραμένει. Και γι αυτήν, την αληθινή διάστασή της, λύση-πρόταση-πρωτοπορία, άρα και πρωτοπόροι, δεν φαίνονται στον ορίζοντα. Μήπως τελικά, ήρθε η ώρα μας; Η ώρα των ανθρώπων;
Σαφέστατα το παρόν πολιτικό σύστημα και κατά συνέπεια και το κοινοβουλευτικό, τουλάχιστον σε επίπεδο λειτουργίας, στελέχωσης και προσανατολισμού, δεν αφήνει περιθώρια για πολλά-πολλά. Η συλλογική πολιτική πίεση, τεχνητά, εκτονώθηκε ήδη από τον πρώτο καιρό, μέσα από μαζώξεις αγανακτισμένων και αντι-μνημονιακών πολιτών, χωρίς καμία πρόβλεψη για εκείνους που έπαψαν ξαφνικά να αισθάνονται πολίτες, συρόμενοι στο ανθρωπιστικό και κοινωνικό περιθώριο.
Η “αντιπροσωπευτική” αρχή και λειτουργία της πίεσης αυτής, εξαντλήθηκε εύκολα και ιστορικά επιπόλαια σε δημοσκοπικές απειλές και προσμετρήσεις, “λυτρωτικές” εκλογικές αναμετρήσεις, προσυνεδριακούς (γιατί για συνεδριακούς ούτε λόγος) διαλόγους και φυσικά σε κοινοβουλευτικές αψιμαχίες υπό το φως της αιφνιδίως θανούσης δημόσιας τηλεόρασης. Παρανομαστής ένας, κοινός και αδιαίρετος: Μια υπόσχεση, ένα πεπαλαιωμένο “θα” με απόχρωση συγχρονισμού και πολιτικού συγχρωτισμού παρά τον φαινομενικά διλημματικό – δικομματικό χαρακτήρα του. “Θα” εξέλθουμε απο την Κρίση, υπόσχεται η μια πλευρά , “θα” καταγγείλουμε την κρίση, η άλλη.
Και μεις; Η μεγάλη γενιά των ανθρώπων; Διαιρεμένοι, όχι ακόμη εθνικά ή οριστικά πολιτικά, υπνωτισμένοι και για πολλούς “ψεκασμένοι”, διάγουμε τη φάση μιας υφιστάμενης και προοπτικά βαθιάς κοινωνικής διαίρεσης. Από τη μια, όλοι εκείνοι που ανέτως πάνω από το όριο της επιβίωσης περνούν μια ζωή χωρίς πολλές αλλαγές ή έστω με κάποιες αισθητικού κοινωνικά χαρακτήρα και από την άλλη μεγάλες ομάδες ανθρώπων κάτω ακόμη και από το αυτονόητο επίπεδο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Αναγκαία, η θέση τους αυτή και των μεν και των δε, διαμορφώνει και τα συγκεκριμένα πολιτικά και κοινωνικά αντανακλαστικά. Ανάμεσά τους, μια νέα ομάδα πολιτών, αυθόρμητη και αυτόκλητη, νέων κυρίως στην ηλικία, χωρίς πολιτικό παρελθόν ή πολιτικό ένστικτο και άρα χωρίς “εξασφαλισμένο” πολιτικό μέλλον, ξεσπαθώνουν ενάντια σε αυτά που για χρόνια βουβά ανέχτηκαν και προσπαθούν συχνά άκομψα να δημιουργήσουν μια κοινωνική αρχικά κινητικότητα στη γενιά στην οποία και ανήκουν πρώτα, χωρίς προς το παρόν πρακτικό αποτέλεσμα.
Περιοριζόμενοι οι ίδιοι και κυρίως από τον ίδιο τον εαυτό τους που προσπαθεί να αποτινάξει αυτοσυντηρητικά γονίδια κοινωνικής ενσωμάτωσης και αυτοματισμού και με εξασφαλισμένο το βιοπορισμό τους από ένα σύστημα που και τους ίδιους εξέθρεψε όσο κι αν τώρα το καταγγέλλουν, δεν μπορούν να πετύχουν τίποτα περισσότερο από... αράδες θεωρητικού προβληματισμού και προσωπικής αλλά και συχνά εγωκεντρικής εκτόνωσης. Όταν δε καταφέρνουν, τις περισσότερες φορές από τυχαία περιστατικά, να συναντηθούν σε κινήματα και δράσεις και να δώσουν την εικόνα μιας νέας τάξης σκέψης και δράσης, τότε αφού συκοφαντηθούν και περιθωριοποιηθούν, λεηλατούνται από αυτόκλητους σωτήρες της “επόμενης μέρας” και λόγω έλλειψης προηγούμενης εμπειρίας, καταλήγουν να τσουγκρίζουν όχι το σύστημα , αλλά ποτήρια μπύρας σε ειδυλλιακά στέκια φιλολογικών συναθροίσεων , όπου ο αέρας παρασύρει τα μεγάλα σχέδια και όνειρα.
Την διαδικασία αυτή, το “σύστημα” από τη μεριά του, την παρακολουθεί κατά πόδας και με απόλυτη διακριτικότητα, αναγιγνώσκει τις τοποθετήσεις και τις ανακοινώσεις της νέας αυτής ενδιάμεσης τάξης σκέψεως και φανερά σφυρίζει αδιάφορα για το περιεχόμενο, την δυναμική και τους σκοπούς της ιδιότροπης αυτής τάξης. Όταν δε νιώθει να απειλείται η κυριαρχία του, τωρινή ή μελλοντική, τότε μομφές περί προσωπικών επιδιώξεων και πολιτικών παιγνίων, ωθούν την τάξη αυτή, όχι απλά να ξανακαθίσει στους μεταπολιτευτικούς καναπέδες της, αλλά να οριζοντιωθεί σε στρώματα απαξίωσης, εφησυχασμού και τέλματος.
Το μέλλον, στην συγκυρία που βιώνουμε, είναι σίγουρα αδιόρατο. Εξίσου ιστορικά έχει κριθεί, ότι παρόμοια κοινωνικά σκιρτήματα, αφού πέρασαν από την αθώα εφηβεία της επαναστατικότητας, κατέληξαν συστημικά καθεστώτα. Στις τωρινές συνθήκες όμως -το χουμε ξαναπεί- δεν υπάρχουν περιθώρια για ιστορικές προφητείες. Το συγκεκριμένο παρόν, δίνει σε όλους το άλλοθι να προσπαθήσουν ακόμη και τα πιο τολμηρά βήματα. Κι επειδή μέχρι τώρα Δον Κιχώτες δεν έχουν προκύψει, ήρθε μάλλον η ώρα των Σάντσων. Αρκεί να το αντιληφθούν. Και αντιστρέφοντας τα λόγια του ποιητή, ίσως τελικά, “Οι Σάντσοι παν μπροστά κι οι Δον Κιχώτες ακολουθούνε”..