Για άλλη μια φορά, το ζήτημα των προτεραιοτήτων της Ε.Ε επανέρχεται στο προσκήνιο και μάλιστα υπό την προεδρία της χώρας μας. Έτσι, επιβεβαιώνεται και πάλι, πως με την προσοχή στραμμένη στους οικονομικούς δείκτες, στις νομισματικές ισοτιμίες, στα κέρδη και τις ζημίες αναπτυξιακών πολιτικών, εύκολα και ύποπτα, έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα η τύχη της κλιματολογικής ισορροπίας, όπως και άλλα περιβαλλοντικά ζητήματα. Δεν εξηγείται αλλιώς, η ακόμη πιο περίεργη και επικίνδυνη προσέγγιση της Ε.Ε για χαλάρωση των στόχων μείωσης εκπομπών αερίων, μια χαλάρωση που απέχει κατά πολύ από τις προσταγές της επιστήμης σχετικά με την κλιματική αλλαγή και υποχωρεί από τον όποιο προηγούμενο προγραμματισμό για τον εκσυγχρονισμό του ευρωπαϊκού ενεργειακού μοντέλουσε πιο φιλικά πρότυπα.
Έτσι, ενώ δεν έχουν περάσει ούτε δυο χρόνια απο τις τελικές προτάσεις των αρμοδίων ευρωπαικών οργάνων για συντονισμό δράσεων με τη παγκόσμια κοινότητα, με στόχο τη συγκράτηση της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας στους 2°C μέσω της μείωσης εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου και της διείσδυσης Α.Π.Ε στο ενεργειακό μοντέλο της Ευρώπης, μόλις προ ολίγων 24ώρων, η Ευρωπαική Επιτροπή δείχνει να υπαναχωρεί απο τις έως τώρα προτάσεις αλλά και υποδείξεις της επιστημονικής κοινότητας και προτείνει αποδέσμευση από τις ενδεδειγμένες ενεργειακές και κλιματικές πολιτικές της Ε.Ε. έως το 2030.
Άραγε, από που προκύπτει αυτή η “αισιοδοξία” της Ε.Ε για την Κλιματική Αλλαγή, ώστε να σπεύσει σε αυτήν την άτακτη υποχώρηση; Με αριθμητή τα νούμερα εκείνα και τα μεγέθη που αντιπροσωπεύουν τον προσανατολισμό της παγκόσμιας οικονομίας και με (κοινό) παρανομαστή τις επιπτώσεις της καθεστώσας μορφής ανάπτυξης, το τελικό κλάσμα, δυστυχώς, δεν προκύπτει αισιόδοξο. Φαινόμενα όπως αυτά του θερμοκηπίου και της αλόγιστης και σπάταλης εκπομπής αερίων, της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της ενεργειακής του εξάντλησης, ένα είναι το βέβαιο, έχουν ήδη αρχίσει ορατά και με απτό τρόπο την καταστροφική τους πορεία. Επομένως δεν δικαιολογείται πλέον και η προτεινόμενη απο την Επιτροπή αδράνεια για τους όρους που επέβαλαν διεθνείς συμφωνίες για περιορισμό των αιτιών της κλιματικής αλλαγής, ειδικά τώρα που έγκαιρα ακόμη, θα μπορούσε ο σύγχρονος κόσμος να αντιμετωπίσει δραστικά, εάν φυσικά διέθετε και την ανάλογη πολιτική βούληση. Πόσο αναγκαία και επίκαιρη όμως θα ήταν μια τέτοια ουσιαστική πολιτική στόχευση, σε μια Ευρώπη που προσπαθεί αυτή την εποχή να βρει λύσει στο τεράστιο χρέος της και τις παρενέργειές του, με αποτέλεσμα μια περιβαλλοντική συζήτηση να φαίνεται αυτή τη στιγμή περιττή πολυτέλεια; Κατά συνέπεια, για ακόμη μια φορά, αποδεικνύονται οι πραγματικές προτεραιότητας αυτής της Ευρωπαικής Ένωσης. Κι ας πάρουμε ως παράδειγμα τη χώρα μας.
Για την Ελλάδα, σύμφωνα όχι με κάποια ακραία οικολογική οργάνωση ή κάποια- όπως πολλοί αναφέρουν- πρώην “γραφική συνιστώσα της αριστεράς”, αλλά σύμφωνα με την ίδια την Τράπεζα της Ελλάδας, όπως προκύπτει από έκθεσή της που δημοσιεύτηκε το 2011 και τεκμηριώθηκε από διαπρεπείς επιστήμονες, το κόστος μόνοαπό την κλιματική αλλαγή και χωρίς ναυπολογίζεται η επιβάρυνσή της κλιματικής αλλαγής από τις μελλοντικές εξορύξεις υδρογονανθράκων για την ελληνική οικονομία θα είναι τεράστιο και η σωρευτική ζημία για την οικονομία μέχρι και το 2100 θα φθάσει τα 701 δισ.ευρώ, δηλαδή θα ισοδυναμεί με το τριπλάσιο του σημερινού ετήσιου ΑΕΠ της χώρας, πριν καν ολοκληρωθεί η μείωσή του λόγω της διαρκούς ύφεσης. Κι ακόμη, θα υπάρξουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις σε πολλούς τομείς στην Ελλάδα, όπως στους τομείς της γεωργίας, των δασών, της αλιείας, του τουρισμού, των μεταφορών, στις δραστηριότητες σε παράκτιες περιοχές και στο δομημένο περιβάλλον και οι επιπτώσεις αυτές θα οδηγήσουν σε μείωση της παραγωγικότητας, σε απώλεια κεφαλαίου και σε επιπλέον δαπάνες για την αποκατάσταση των ζημιών, όσον αφορά τη βιοποικιλότητα και τα οικοσυστήματα της Ελλάδος , αλλά και την υγεία των κατοίκων. Κι όλα αυτά χωρίς να υπολογίζεται η επιβάρυνση τις κλιματικής αλλαγής από την νέα εξορυκτική δραστηριότητα στο Ιόνιο, την Κρήτη και την φίλη και γείτονα Κύπρο και χωρίς φυσικά την πιθανότητα ενός ατυχήματος λόγω σεισμού ή μηχανικής βλάβης που θα προκαλέσει τεράστια καύση και που πολύ πιο άμεσα και πιο σύντομα, παραγόμενοι ρίπποι θα διαχυθούν στο Μεσογειακό ουρανό. Άρα τι νόημα έχει να συζητάμε αποκλειστικά για το ελληνικό ή ευρωπαικό χρέος σήμερα εις βάρος άλλων θεμελιωδών προβλημάτων, όταν με μαθηματική ακρίβεια αποδεικνύεται οτι η συζήτηση για τα οικονομικά και προσχηματική είναι και πρόδηλη των πραγματικών επιλογών των ταγών της Ε.Ε και των συμφερόντων που υπηρετούν; Γιατί κι αν ακόμη δια μαγείας ανακαλύπταμε σήμερα τη λύση του οικονομικού προβλήματος, τι σημασία θα είχε, αφού σε λίγα χρόνια η σωρευτική ζημιά απο τις αντι-κλιματικές πολιτικές θα ήταν μη αναστρέψιμες.
Όλα αυτά βέβαια, φαντάζουν ψιλά γράμματα, για τους πολιτικούς εκείνους κομιστές στην Ελλάδα αλλότριων και αλλοτριωμένων συμφερόντων, που επιδιώκουν ανεξαρτήτως κόστους, την εύρεση πόρων και πρωτογενών πλεονασμάτων, εις βάρων των φυσικών πλεονεκτημάτων της χώρας. Αξίζει όμως άραγε η όποια έστω και με πιθανότητες επιστημονικής φαντασίας οικονομική ανάκαμψη, εάν θυσιαστεί η προοπτική της χώρας σε βάθος δεκαετιών, σε ανθρώπινους και φυσικούς πόρους; Αξίζει, η επιδιωκόμενη για το 2047 εξόφληση των μνημονιακών χρεών, όταν περίπου 20 χρόνια μετά, θα έχουν ολοκληρωτικά εξαφανισθεί, οι αναγκαίοι ακόμη και για επιβίωση φυσικοί πόροι και τμήματα του πληθυσμού θα έχουν εξοριστεί από τις πόλεις και τα χωριά των παππούδων τους;
Μια πρόσφατη μελέτη που είδε το φως της δημοσιότητας σχετικά με την άνοδο του επιπέδου της θάλασσας απο το λιώσιμο των πάγων εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, εξαίρεσε π.χ την Κεφαλονιά, από τις περιοχές βύθισης. Κι όμως, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποτελέσει αφορμή ούτε για πανηγυρισμούς, ούτε για εφησυχασμό. Γιατί την ίδια στιγμή, λόγω της επιγενόμενης μεσοσταθμικής ανόδου της θερμοκρασίας, της παρατεταμένης ανοβρίας και ξηρασίας, των εκτάκτων και επικίνδυνων ακραίων καιρικών συνθηκών, παραδοσιακοί τομείς οικονομικής δραστηριότητας θα έχουν εκλείψει, άνθρωποι θα έχουν οδηγηθεί στη μετανάστευση και ο φυσικός πλούτος θα έχει αλλοιωθεί σε τέτοιο σημείο, ώστε ακόμη και η Κεφαλονιά, να θυμίζει έναν άλλο τόπο, αφρικανικών χαρακτηριστικών. Επομένως, δεν έχει καμία απολύτως σημασία η όποια διάσωση ενός οικονομικού ευρωπαικού “μοντέλου” σήμερα, πάνω σε σκονισμένα θεμέλια αφρικανικής “ανάπτυξης” αύριο.
Η επιχειρηματολογία των μεγεθών και η όψιμα εμφανισθείσα διπλωματία των αριθμών, έστω και χωρίς απόλυτη λογιστική τεκμηρίωση, πολιτικά δικαιολογεί τους συσχετισμούς στο διεθνές στερέωμα, τις πολιτικές που επιλέγονται και ακολουθούνται, τα κράτη και τις κοινωνίες που βρίσκονται ή θα βρεθούν σε καθεστώς ομηρείας και φυσικά τις γεωπολιτικές εξελίξεις που αναμένονται έντονες και μακάρι όχι δραματικές το προσεχές διάστημα. Σε κανένα όμως βαθμό δεν δικαιολογούν την επιμονή σε αναπτυξιακές πολιτικές που μακροπρόθεσμα εξαφανίζουν την ψυχή και την καρδιά του πλανήτη λόγω της κλιματικής αλλαγής, πόσο μάλλον όταν πίσω από άψυχους αριθμούς αλλά πάνω στον ίδιο πλανήτη, κρύβονται ψυχές ανθρώπων και γενεών ολόκληρων. Έτσι, το τεράστιο κόστος που θα πληρώσει η γενιά των παιδιών μας από πρακτικές που ενώ έχουν κοστολογηθεί και επισημανθεί ικανοποιητικά αλλά δεν φαίνεται να περιορίζονται, θα είναι πράγματι βαρύ. Εκτός πια κι αν συλλογικά αποφασίσουμε στο κλάσμα της διευρυμένης και ολομέτωπης ανάπτυξης, αντικαταστήσουμε τους αριθμούς με ανθρώπους. Τότε μόνο, ένας άλλος κόσμος εκτός απο εφικτός, θα γίνει και βιώσιμος.