Το πρόσφατο ταξίδι του Πρωθυπουργού στις Η.Π.Α και η συνάντησή του με τον Πρόεδρο Ομπάμα, απέδειξε, έστω και έμμεσα, τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα, βρίσκεται στην κατάσταση αυτή, οικονομική και κοινωνική. Έτσι, με την προσφιλή και ιστορικά αποδεδειγμένη αμερικανική πρακτική και χωρίς ουσιαστικά να βάλει το χέρι στην τσέπη για ακόμη μια φορά, ο Αμερικανός Πρόεδρος, στάθηκε επικοινωνιακά στο πλευρό του ελληνικού λαού, κουνώντας το δάκτυλο στην Γερμανική πολιτική στην Ευρώπη.
Όλα αυτά τα γενικά και αόριστα, καλά και χρήσιμα είναι για φωτογράφους και τους ανά τον κόσμο επαγγελματίες αναλυτές και διαμορφωτές της κοινής γνώμης, επί της ουσίας όμως ένα φάνηκε να είναι το ζητούμενο της συνάντησης αυτής: Η “ μεγάλη μπίζνα” των ενεργειακών και οι αναγκαίες γεωπολιτικές προεκτάσεις.
Από την άλλη, ο Αντώνης Σαμαράς, επιβραβεύοντας για πολλοστή φορά τον ελληνικό λαό για τις “προσπάθειες” που κάνει για να βγει η χώρα από την κρίση, μετέφερε στον Αμερικανό πρόεδρο τις πληροφορίες που αποκλειστικά κατέχει λόγω της ιδιότητάς του, ότι δηλαδή σύμφωνα με τους υπολογισμούς τα αποθέματα υδρογονανθράκων Ισραήλ-Κύπρου ανέρχονται σε 4,5 τρισ. κυβικά μέτρα ενώ τα ελληνικά εκτιμώνται στα 4,7 τρισ. κυβικά μέτρα. Αθροιστικά και μόνο επομένως, η λεκάνη της νοτιοανατολικής Μεσογείου κάθεται πάνω σε περίπου 10 τρις κυβικών μέτρων υδρογονανθράκων, άρα πάνω σε μια έτοιμη δεξαμενή χρηματοοικονομικής υποστήριξης των Η.Π.Α που βιώνουν κι αυτές προς το παρόν την οικονομική ύφεση, έστω κι αν την αντιμετωπίζουν με άλλη πιο λαοφιλή συνταγή. Και προφανώς αυτά τα νέα δεδομένα αρκούν για να δικαιολογήσουν όχι μόνο της εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α στις χώρες της νοτιοανατολικής Μεσογείου και άρα και στην δική μας, αλλά για να αποδείξουν πανηγυρικά τα παιχνίδια που παίζονται στις πλάτες του ελληνικού λαού και όχι μόνο, με ίδιον για τις Η.Π.Α όφελος αλλά και με σημαντικά κέρδη και για την Ευρώπη καθώς το σύνολο του συγκεκριμένου ενεργειακού πλούτου που κρύβεται στην Ανατολική Μεσόγειο μπορεί να καλύψει το 50% των ενεργειακών αναγκών της για τα επόμενα 30 χρόνια.
Παρόμοιες εκτιμήσεις χωρίς να καλύπτονται άμεσες και ορατές γεωπολιτικές σκοπιμότητες προκύπτουν και από μια σημαντική μερίδα επιστημόνων, σύμφωνα με την οποία 1,7 τρις ευρώ υπολογίζεται να έχει η Ελλάδα αν αξιοποιηθούν σωστά τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στην Κρήτη και το Ιόνιο, ενώ τα αναμενόμενα συνολικά έσοδα του Δημοσίου από δύο περιοχές που κατακυρώθηκαν, σε βάθος χρόνου 25ετίας, υπολογίζονται σε περίπου 11 δισ. ευρώ.
Η επιχειρηματολογία των αριθμών και η όψιμα εμφανισθείσα διπλωματία των αριθμών, έστω και χωρίς απόλυτη λογιστική τεκμηρίωση, πολιτικά δικαιολογεί τους συσχετισμούς στο διεθνές στερέωμα, τις πολιτικές που επιλέγονται και ακολουθούνται, τα κράτη και τις κοινωνίες που βρίσκονται ή θα βρεθούν σε καθεστώς ομηρείας και φυσικά τις γεωπολιτικές εξελίξεις που αναμένονται έντονες και μακάρι όχι δραματικές το προσεχές διάστημα. Πίσω όμως από αυτούς τους άψυχους αριθμούς, κρύβονται ψυχές ανθρώπων και γενεών ολόκληρων, ένα ολόκληρο ανθρώπινο κόστος που δεν έχει εκτιμηθεί, ούτε αναλυθεί σε βάθος χρόνου. Είναι το τεράστιο κόστος που θα πληρώσει η γενιά των παιδιών μας από πρακτικές που ούτε κατά διάνοια δεν έχουν κοστολογηθεί.
Έτσι, σύμφωνα όχι με κάποια ακραία οικολογική οργάνωση ή κάποια πρώην “γραφική συνιστώσα της αριστεράς”, αλλά σύμφωνα με την ίδια την Τράπεζα της Ελλάδας, όπως προκύπτει από έκθεσή της που δημοσιεύτηκε το 2011 και τεκμηριώθηκε από διαπρεπείς επιστήμονες, το κόστος μόνο από την κλιματική αλλαγή και χωρίς να υπολογίζεται η επιβάρυνσή της κλιματικής αλλαγής από τις μελλοντικές εξορύξεις υδρογονανθράκων για την ελληνική οικονομία θα είναι τεράστιο και η σωρευτική ζημία για την οικονομία μέχρι και το 2100 θα φθάσει τα 701 δισ.. ευρώ, δηλαδή θα ισοδυναμεί με το τριπλάσιο του σημερινού ετήσιου ΑΕΠ της χώρας, πριν καν ολοκληρωθεί η μείωσή του λόγω της διαρκούς ύφεσης. Κι ακόμη, θα υπάρξουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις σε πολλούς τομείς στην Ελλάδα, όπως στους τομείς της γεωργίας, των δασών, της αλιείας, του τουρισμού, των μεταφορών, στις δραστηριότητες σε παράκτιες περιοχές και στο δομημένο περιβάλλον και οι επιπτώσεις αυτές θα οδηγήσουν σε μείωση της παραγωγικότητας, σε απώλεια κεφαλαίου και σε επιπλέον δαπάνες για την αποκατάσταση των ζημιών, όσον αφορά τη βιοποικιλότητα και τα οικοσυστήματα της Ελλάδος , αλλά και την υγεία των κατοίκων. Κι όλα αυτά χωρίς να υπολογίζεται η επιβάρυνση τις κλιματικής αλλαγής από την νέα εξορυκτική δραστηριότητα στο Ιόνιο και την Κρήτη και χωρίς φυσικά την πιθανότητα ενός ατυχήματος λόγω σεισμού ή μηχανικής βλάβης, όπου πολύ πιο άμεσα και πιο σύντομα , η παραγόμενη μόλυνση θα διαλύσει στο πέρασμα της τα πάντα, στο περιβάλλον και στις κοινωνίες.
Σύμφωνα με την κοινή λογική, ένας επιχειρηματίας προτού προχωρήσει στην έναρξη μιας δραστηριότητας, είτε μέσω οικονομοτεχνικής μελέτης είτε μέσω προσωπικού οράματος ή εμπνεύσεως , εξετάζει κατά πόσο η δραστηριότητα αυτή θα αποβεί κερδοφόρα και επιτυχής από οικονομικής πλευράς χωρίς τις περισσότερες φορές να έχει προβληματισμούς κοινωνικού ή περιβαλλοντικού χαρακτήρα. Το ελληνικό κράτος, άραγε, προχώρησε ποτέ του σε μια οικονομοτεχνική ή πως αλλιώς λέγεται ανάλυση του τελικού καθαρού κέρδους και των συνεπειών από τις εξορύξεις; Κι αν ακόμη, δηλαδή, δεν έχει αναστολές άλλου είδους που φυσικά και θα όφειλε να έχει, τελικά σε βάθος χρόνου πόσο συμφέρουσα είναι αυτή η δραστηριότητα με οικονομικά-λογιστικά χαρακτηριστικά; Εκτός πια κι αν στο βωμό των γεωπολιτικών και άλλων συσχετισμών, θυσιάζει όχι μόνο το περιβάλλον και τις επόμενες γενιές αλλά και την αυτονόητη κοινή λογική, εμφανίζοντας αριθμούς που σκοτώνουν ως σωσίβια της οικονομικής μας διάσωσης.