Τα δύο πρόσφατα παραδείγματα με έντονο κοινωνικό και κινηματικό χαρακτήρα, το ένα σε τοπικό επίπεδο και το άλλο σε κεντρικό, ανέδειξε εκ νέου μια νέα μορφή κοινωνικής δράσης και παρουσίας που αξίζει τον κόπο μιας πιο βαθιάς προσέγγισης. Ο λόγος φυσικά για το κίνημα κατά του κλεισίματος της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και για το Κίνημα της Καμπάνας.
Η αιτία και η ουσία των δύο αυτών λαϊκών ξεσπασμάτων έχει ήδη προσεγγισθεί αρκετά και επαρκώς, ασχέτως αν λόγω της ιστορικής τους προοπτικής δίνουν συνεχώς μια καλή δυνατότητα για διαρκή διερεύνηση κι εμβάθυνση. Οι τελευταίες άλλωστε πολιτικές εξελίξεις είναι μια ξεκάθαρη απόδειξη για το ρόλο που έπαιξε η ιστορία της ΕΡΤ στην πολιτική κατάσταση της χώρας.
Το ζητούμενο ωστόσο πρέπει να είναι πως αξιοποιούνται παρόμοια κοινωνικά ξεσπάσματα για την διαμόρφωση και μιας νέας πολιτικής εκπροσώπησης. Αναγκαία η συζήτηση έρχεται και στις πολιτικές εκείνες δυνάμεις που οφείλουν από την ιστορία και την ιδεολογία τους να παρακολουθήσουν με τρόπο γόνιμο, ουσιαστικό και δημιουργικό τις έντονες αυτές κοινωνικές διεργασίες.
Σε συνθήκες μαρασμού, φτώχειας και απαισιοδοξίας, με τον κρατικό μηχανισμό να έχει καταστεί ουσιαστικά ατελέσφορος εισπρακτικός μηχανισμός και τίποτα περισσότερο, με τα ιδιωτικά μεγάλα συμφέροντα να αλωνίζουν απ' άκρη σ' άκρη της επικράτειας χωρίς έλεγχο, περιορισμούς και κυρώσεις, με την ανεργία να καλπάζει σε επίπεδα αφρικανικής χώρας και την ενημέρωση φιμωμένη και πλήρως ελεγχόμενη, η αριστερά, σαν κυρία του παλαιού καιρού περπατά περήφανη και φλύαρη, διατυπώνοντας σε κάθε ευκαιρία την πολιτική και στελεχική της ορθοδοξία, συχνά με λόγο καταγγελτικό μεν και ενίοτε εξαγγελτικό, ξύλινο δε. Κι εκεί είναι που συναντάται το πρόβλημα μιας τολμηρής κοινωνικής πρότασης σε συνδυασμό με την στελεχική της αδυναμία και η προσπάθεια της να κρύψει την όποια ανεπάρκεια σε αυτό το επίπεδο με την δογματική ορθοδοξία της που προσάρμοσε κόσμια στον πολυπόθητο κυβερνητισμό της.
H εμμονή της σε στελέχη πρώτης γραμμής τόσο σε κεντρικό όσο και τοπικό επίπεδο καθώς και στην δια-λογική και μόνο εκφορά ενός άεργου κυβερνητικού πολιτικού λόγου από τα στελέχη αυτά, δεν στέκεται ικανή να διατυπώσει αλλά και να εκφράσει στην πράξη ένα λαϊκό κοινωνικό μέτωπο ενάντια στον αποδεκατισμό των μεγάλων λαϊκών και κοινωνικών επιταγών και οραμάτων. Ενώ δηλαδή η ίδια η κοινωνία προχωρά σε συσπειρώσεις, νέες κι εναλλακτικές μορφές δράσεις και διαμορφώνει ένα νέο τύπο κοινωνικών εκφραστών και στη συνέχεια αναγκαία και ηγετών, η ορθόδοξη αριστερά δεν φαίνεται ικανή να ακολουθήσει το ρεύμα της συγκυρίας και να προχωρήσει σε μια δυναμική και μαζική ανανέωση του ανθρωπίνου δυναμικού της , να αφήσει στο παρελθόν την εσωστρέφεια των παλαιών στελεχών και να δείξει και αναδείξει στην κοινωνία νέους ανθρώπους με όραμα μια μαχητική , ριζοσπαστική και μεγάλη αριστερά, η οποία με όρους ελευθερίας θα συνομιλεί και με τις δυνάμεις εκείνες και τα κινήματα που είναι πρόθυμες-και το αποδεικνύουν- να δώσουν μάχες κινηματικού χαρακτήρα , για την έξοδο της κοινωνίας από το προδιαγεγραμμένο τέλμα.
Αντί έτσι να ακούσει τις απαιτήσεις της κοινωνίας και να τις απορροφήσει , αντί να παρακολουθήσει συνειδητά τις κοινωνικές αυτές δράσεις όπως δημιουργούνται στις μέρες μας, συνεχίζει να προσπαθεί να τις επικαλύψει, στέλνοντας στην καλύτερη των περιπτώσεων στελέχη της σε ένα έτοιμο κοινό-ακροατήριο που δημιούργησε η κοινωνία για να καταγγείλουν δημόσια το μνημόνιο και από την άλλη ιδιωτικά να εξασφαλίσουν μέσω της παρουσίας τους αυτής μια καλή θέση στα κομματικά γραφεία της άσκοπης παραταξιακής ανέλιξης.
Κι ακόμη χειρότερα, επιχειρεί την διεύρυνση της βάσης της, πολιτικής και εκλογικής, με στελέχη που για χρόνια υπηρέτησαν τις δυνάμεις του πολιτικού συστήματος που μας έφερε εδώ και που στις ημέρες μας θυμήθηκαν να καταγγείλουν το σύστημα αυτό που τους εξέθρεψε, αναμένοντας οφέλη που σε κάποιες περιπτώσεις ποτέ δεν έχασαν λόγω της μεταπολιτευτικής σοσιαλίζουσας εμπλοκής τους. Την ίδια μάλιστα στιγμή, που άνθρωποι παραγκωνισμένοι για χρόνια από ένα μεροληπτικό και ρουσφετολογικό εξουσιαστικό σύστημα, βγήκαν από την πολιτική αφάνεια μέσω των κοινωνικών δράσεων που εκτυλίσσονται σε όλη τη χώρα για να διεκδικήσουν αυτονόητα τη δική τους θέση στο κοινωνικό και λαϊκό μετερίζι. Άνθρωποι που βουβά και διακριτικά σπρώχνουν την κοινωνία σε μια νέα μορφή κοινωνικής εγρήγορσης και αντίστασης που η ορθόδοξη αριστερά δεν μπορεί ούτε κατά διάνοια να παρακολουθήσει.
Δεν εξηγείται αλλιώς, ότι ενώ με κόπο ολοένα και περισσότερο κόσμος βγαίνει στους δρόμους διεκδικώντας το αυτονόητο, η ανορθόδοξη αριστερά αν και δείχνει ότι συμμετέχει στο νέο αυτό κοινωνικό γίγνεσθαι, από την άλλη επιμένει να παραμένει ακόμη και σε τοπικό επίπεδο ενός ανδρός αρχή, να λαμβάνει τις αποφάσεις της σε επιτελικά γραφεία , να φοβάται την δημιουργία κινήσεων και κινημάτων και να επιχειρεί σε αρκετές περιπτώσεις να τα αλώσει και αν δεν τα καταφέρει να τα περιθωριοποιήσει, να δίνει το επίσημο χρίσμα της είτε σε στελέχη με κομματική προσφορά είτε σε “συμπαθείς” ευρείας αποδοχής, παραμερίζοντας ο,τι πιο νέο και φρέσκο η ίδια η κοινωνία γεννά μέρα με την ημέρα. Είναι όμως άραγε αυτό ΑΡΙΣΤΕΡΑ και μάλιστα ριζοσπαστική;
Η ανορθόδοξη αυτή επιμονής της σε παλαιές νοοτροπίες ειδικά τώρα που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να διεκδικεί την εξουσία, έχει σίγουρα τη βάση της σε μια διαδικασία εξαργύρωσης της φιλοτιμίας κάποιων στελεχών που στήριξαν την αριστερά στα πέτρινα χρόνια του 4%. Είναι όμως τέτοιες οι συνθήκες για να έχει την άνεση η αριστερά να κόβει παραταξιακές επιταγές σε στελέχη με την παλαιά και παλαιοκομμουνιστική λόγω της πολιτικής τους καταγωγής νοοτροπία , άρα και πολιτική θέση και συμπεριφορά, όταν η κοινωνία δίπλα στενάζει; Είναι τόσο κρίσιμο για την κοινωνία το δόγμα “κυβέρνηση της αριστεράς” , όταν από κάτω δεν έχει αναζητηθεί ούτε κατα διάνοια η κοινωνική απαίτηση της εποχής και η κοινωνική πρόταση;
Όλη αυτή η “μνημονιακή” περιπέτεια αποτελεί μια χρήσιμη κι ελπιδοφόρα στη προοπτική της αφετηρία για μια διαφορετική πορεία που δεν σταματά στις κακοδαιμονίες της Αριστεράς και στην αυταρχική της, έναντι στη κοινωνία, εσωστρέφεια. Κι αυτό, οφείλει συνολικά η αριστερά να το αντιμετωπίσει. Γιατί έχει το ιστορικό χρέος να συσπειρωθεί με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κοινωνική απήχηση. Και αυτή μπορεί να τη συναντήσει σε χώρους που αποτελούν το ζωτικό χώρο της αριστεράς. Στην ίδια τη κοινωνία. Όχι αποκλειστικά σε κομματικές οργανώσεις μελών και φίλων , αλλά σε ολόκληρη τη ριζοσπαστική και κινηματικήτάση της. Ο στόχος αυτός δεν αναζητείται με παραταξιακά διαβατήρια και δηλώσεις κομματικής προσήλωσης μόνο στο καταστατικό των επιμέρους οργανώσεων , μα στους χώρους και τα μέτωπα που η ίδια η κοινωνία έχει δημιουργήσει. Άλλωστε περί μετώπου δυνάμεων της κοινωνίας πρόκειται, όχι για φοιτητική οργάνωση τριαντάχρονων επαγγελματιών της ριζοσπαστικής θεωρίας και μόνο αυτής, ούτε για μη κερδοσκοπική οργάνωση για την διάσωση του δημοκρατικού αριστερού κέντρου, από την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ όπου θα μαζέψει στελέχη και μέλη με μεταπολιτευτικό βιογραφικό για να τους διασώσει από το ξεκαθάρισμα της ιστορίας.
Η Αριστερά οφείλει να επανέλθει στην κοινωνική νομιμοποίηση, να συσπειρωθεί με την κοινωνία που ετοιμάζεται για μεγάλες μάχες υποκινούμενη από την εξαθλίωση που καταφθάνει, να συστρατευθεί με τους ανέργους και τα κοινωνικά περιθώρια, να καταγγείλει έμπρακτα την ιδιοκτησία του πλούτου και να τον αναδιανείμει. Δεν επιτρέπεται που μπήκε στο παιχνίδι του κυβερνητισμού, άκριτα και φιλόδοξα. Δεν της πηγαίνει να είναι απλά αρεστή , οφείλει να είναι ουσιαστική. Οι εποχές που έκρυβε τις αδυναμίες της στην εσωστρέφεια και τον δογματισμό, ανήκουν στο παρελθόν. Μα πάνω από όλα, αυτό που τώρα μπορεί να κάνει, άμεσα δηλαδή, να κατέβει στους δρόμους από όπου και ξεκίνησε την πολιτική της παρουσία, να εργαστεί για το αντιστασιακό και δημιουργικό αντάμωμα όλων των δυνάμεων της κοινωνίας, να συνεννοηθεί με κινήσεις και συσπειρώσεις που μόνο αυτές προς το παρόν μάχονται ουσιαστικά και κινηματικά, να πάρει πρωτοβουλίες για ένα νέο μεγάλο και μαχητικό κοινωνικό μέτωπο , με μεγάλη κοινωνική συμμετοχή. Κυρίως όμως, να προσανατολισθεί σε έναν ευρύ κοινωνικό χώρο, καλώντας σε ενεργή συστράτευση ανθρώπους νέους, χωρίς κομματικές ή παραταξιακές περγαμηνές, χτίζοντας την αριστερά του μέλλοντος. Δεν νοείται δηλαδή , να εμμένει σε παλαιοκομματικά στελέχη πρώτης γραμμής που ανεξάρτητα της πολιτικής τους παρουσίας, φαίνονται κουρασμένοι ή κορεσμένοι στην προσπάθεια για μια νέα πορεία της ριζοσπαστικής αριστεράς. Τα κινήματα έδειξαν το δρόμο. Η ΕΡΤ και το καφενείο της Καμπάνας μπορεί να παραμένουν ακόμη κλειστά, όμως άνοιξαν ένα μικρό παραθυράκι στη διάθεση του κόσμου να ξαναβγεί στους δρόμους. Και δεν βγήκε για να ασπασθεί κομματικές ορθοδοξίες ή να χειροκροτήσει συμπαθητικούς ή μη εκπροσώπους κομμάτων, βγήκε στους δρόμους για να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Κόντρα στην ορθοδοξία των επιτελείων και παντελώς ανορθόδοξα.