Το αιφνίδιο κλείσιμο της ΕΡΤ προκάλεσε αναμφίβολα πολιτικό σεισμό. Η σημειολογία των συμβάντων ήταν τόσο ισχυρή ώστε ξύπνησαν τα ναρκωμένα αντανακλαστικά του κοινωνικού σώματος, το οποίος στη μεγάλη του πλειοψηφία στάθηκε ενάντιο στο ακαριαίο λουκέτο. Στο κείμενο αυτό, θα επιχειρήσουμε να κάνουμε μια όσο το δυνατόν σφαιρική «ανατομία του εγκλήματος», σε μια προσπάθεια να αντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα για κρίσιμα ζητήματα που υπερβαίνουν το συγκεκριμένο θέμα.
SilveralERT: Το σήμα χάθηκε μια νύχτα του Ιούνη!
Παρότι τα γεγονότα είναι λίγο – πολύ γνωστά, αξίζει να αρχίσουμε με μια σύντομη ανασκόπηση.
Στις 11 Ιουνίου 2013 οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ προσήλθαν κανονικά στη δουλειά τους. Ως το μεσημέρι είχαν πληροφορηθεί ότι η ΕΡΤ κλείνει, η πράξη νομοθετικού περιεχομένου υπογράφηκε αυθημερόν μόνο από υπουργούς της Ν.Δ., ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έκανε την περίφημή του δήλωση στις 6:00μμ, και το σήμα των τριών τηλεοπτικών καναλιών της ΕΡΤ καθώς και των ραδιοφωνικών της σταθμών, κόπηκε στον αέρα το βράδυ της ίδιας μέρας σε όλη της Ελλάδα και το εξωτερικό – νωρίτερα ακόμα και από την προαναγγελθείσα ώρα! Καθ’ όλη τη διάρκεια της ίδιας μέρας καθώς και των επόμενων, διεξήχθη ένας άνευ προηγουμένου «επικοινωνιακός πόλεμος» με την αστυνομία να παίζει κλεφτοπόλεμο με «αντάρτες» τεχνικούς στα βουνά που βρίσκονται οι πομποί, αλλά και να εμφανίζεται στο Studio 3 της οδού Μουρούζη, καθώς και στα κτίρια της ΕΡΤ σε όλη την Ελλάδα, αποκλείοντας τους εργαζόμενους και δίνοντας τελεσίγραφα για την αποχώρησή τους, προκειμένου να μην προβεί σε αυτόφωρες συλλήψεις. Στο κτίριο της Αγίας Παρασκευής κόπηκαν τα τηλέφωνα και το internet, ωστόσο πολύ σύντομα βρέθηκε τρόπος για συνέχιση της μετάδοσης του σήματος μέσω διαδικτύου από τον ευρωπαϊκό φορέα European Broadcasting Union(EBU), ενώ αναμεταδίδεται και από πλείστους διαδικτυακούς τόπους. Ακολούθησαν: πολυήμερη απεργία της ΕΣΗΕΑ με πολλές αντεγκλήσεις, απειλές κι εκβιασμοί από και προς πάσα κατεύθυνση, σιβυλλικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση, ανασχηματισμός. Την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές, η ΕΡΤ συνεχίζει κανονικά το πρόγραμμά της ως ΝΕΤ και ΕΤ3, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις για εκκένωση των χώρων από το Υπουργείο Οικονομικών που είναι ο «κληρονόμος» της περιουσίας της.
Ήξεις αφήξεις (και επί το λαϊκότερον Κουλουβάχατα)
Οι διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης για καταβολή αποζημιώσεων στους 2650 απολυμένους και για άμεση σύσταση νέου διάδοχου οργανισμού δημόσιας ραδιοτηλεόρασης έπεσαν στο κενό, καθώς τα προφανή γεγονότα διηγούνται μιαν άλλη ιστορία. Συγκεκριμένα:
· Η ΕΡΤ είναι κερδοφόρα επιχείρηση από το 2010, πράγμα που ακυρώνει κάθε επιχείρημα περί ζημιογόνου φορέα, χαμηλής θεαματικότητας, κτλ
· Η ΕΡΤ καταβάλλει κάθε χρόνο περί τα 140 εκατομμύρια ευρώ σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές και σε φόρους, συνεπώς το κλείσιμό της επιβαρύνει το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα, πόσο δε μάλλον αν συνυπολογίσουμε στην απώλεια εσόδων από τα υπέρογκα ποσά των αποζημιώσεων και την αύξηση των ανέργων μέσω των απολύσεων.
· Τα ιδιωτικά κανάλια λειτουργούν παράνομα και τα περισσότερα είναι υπερχρεωμένα. Ωστόσο, μέσω της κατάργησης της ΕΡΤ, η διαχείριση των ψηφιακών συχνοτήτων περνά στα χέρια τους. Η διαβούλευση έλαβε χώρα στις 19 Ιούνη 2013 (τυχαίος ο χρονισμός;) και φυσικά σ’ αυτήν δεν μπορούσε να συμμετέχει η καταργημένη ΕΡΤ, η οποία ήταν η μόνη που πληρούσε τόσο τις νόμιμες όσο και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για να αναλάβει το έργο. Σε μετάφραση: για να βλέπουμε πλέον τηλεόραση θα πρέπει να πληρώνουμε πλέον τον μοναδικό μονοπωλιακό πάροχο DIGEA, ο οποίος είναι κοινοπραξία των ιδιωτικών καναλιών (όμιλοι Αλαφούζου, Μπόμπολα, Βαρδινογιάννη, Κοντομηνά, Κουρή, Κυριακού, Λαμπράκη). Φυσικά, το κόστος αυτό θα είναι πολύ υψηλότερο του ανταποδοτικού τέλους ύψους 4,24 ευρώ μηνιαίως που πληρώναμε για την ΕΡΤ μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ (το οποίο βέβαια έτσι κι αλλιώς θα επιβληθεί και πάλι με τη δημιουργία του νέου δημόσιου φορέα και φημολογείται ότι θα αυξηθεί).
Οι αντιφάσεις που αναδείχθηκαν από την «ανερμήνευτη» κίνηση της κυβέρνησης να κλείσει κυριολεκτικά εν μία νυκτί την ΕΡΤ, είναι χαρακτηριστικές της προχειρότητας και του «πονηρού» χαρακτήρα αυτής της χειρονομίας. Αντιφάσεις που άλλοτε ήταν φαιδρές (π.χ. μη κατοχύρωση domain name για τον διάδοχο οργανισμό με το γελοίο όνομα «ΝΕΡΙΤ»), άλλοτε απερίσκεπτες (π.χ. διακοπή του σήματος εν μέσω πανελλαδικών εξετάσεων, τα θέματα των οποίων μεταδίδονται μέσω ΕΡΤ), άλλοτε «ανθελληνικές» και δη με όρους της δεξιάς (π.χ. διακοπή εκπομπών σε ακριτικές περιοχές και στη διασπορά), κι άλλοτε καταδείκνυαν την απουσία οποιασδήποτε μέριμνας και σχεδιασμού για στοιχειώδεις υποχρεώσεις της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης (π.χ. αμηχανία για το ποιος θα βιντεοσκοπήσει και θα αναμεταδώσει τα διαγγέλματα του πρωθυπουργού, καθώς αυτό ήταν κάτι που έκανε αποκλειστικά η ΕΡΤ και το διένειμε στα άλλα κανάλια).
Ωστόσο, η μεγαλύτερη αντίφαση είναι αυτή καθαυτή η αυτόματη απόλυση 2650 εργαζομένων, καθώς:
· Η κυβέρνηση λέει ότι θα συστήσει άμεσα νέο φορέα (πράγμα που θέλει δε θέλει πρέπει οπωσδήποτε να κάνει λόγω των αποφάσεων του ΣτΕ) στον οποίο μοιραία θα επαναπροσληφθεί ένας αριθμός των απολυμένων. Προκύπτει λοιπόν το παράδοξο, ότι αρκετοί από τους απολυμένους αφενός θα έχουν λάβει πλήρεις αποζημιώσεις λόγω της απόλυσής τους, και αφετέρου θα επαναπροσληφθούν άμεσα στο νέο φορέα. Αναρωτιόμαστε ποιοι θα είναι αυτοί οι τυχερούληδες…
· Η κυβέρνηση λέει ότι θέλει να κάνει κάθαρση από τους κρατικοδίαιτους τεμπέληδες περισσευούμενους υπαλλήλους, ενώ ως προχτές διόριζε στην ΕΡΤ τα «δικά της παιδιά» και μάλιστα με «ειδικά» μισθολόγια, πολύ υψηλότερα από τους μέσους μισθούς της συντριπτικής πλειοψηφίας των άλλων εργαζομένων. Πιστεύει λοιπόν κανείς ότι ο λύκος μπορεί να αυτοχριστεί τσομπάνης που φυλάει τα πρόβατα;
· Είναι γνωστό ότι η Τρόικα ζητούσε 2000 απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων εντός του Ιουνίου, πράγμα που ήταν μεγάλος πονοκέφαλος για την κυβέρνηση. Μήπως η απόλυση 2650 υπαλλήλων είναι άλλο ένα μαγικό τρικ της περίφημης ελληνικής κουτοπονηριάς, που ό,τι πετάει έξω απ’ την πόρτα το βάζει μέσα απ’ το παράθυρο, ελπίζοντας ότι κανείς δεν θα το προσέξει;
Ασφαλώς, η ανακοίνωση του Σίμου Κεδίκογλου το μοιραίο βράδυ της 11ης Ιουνίου, θα μείνει στην ιστορία ως μνημείο υποκρισίας και ως παιδαριώδης απόπειρα χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Στην ανακοίνωση αυτή, το κράτος κατήγγειλε ουσιαστικά τον… εαυτό του και τα πεπραγμένα του από τη μεταπολίτευση και μετά. Ακόμα κι ένα πεντάχρονο παιδί, το πρώτο πράγμα που θα ρωτούσε είναι ποιος δημιούργησε και εξέθρεψε τις «ιερές αγελάδες» του κ.Κεδίκογλου, ποιος δημιούργησε και εμπέδωσε το «καθεστώς αδιαφάνειας», ποιος πριμοδότησε την «απίστευτη σπατάλη», όχι μόνο της ΕΡΤ αλλά και όλου του δημόσιου τομέα; Δεδομένου ότι η απάντηση σε αυτό είναι προφανής, τότε το κράτος δια της κυβέρνησης επέλεξε να εφαρμόσει πλήρως την οικτρή τακτική «χέρι πονάει, χέρι κόβει», σε μια διαδικασία γοργού αυτοακρωτηριασμού, ώσπου να μη μείνει πλέον τίποτα από αυτά που νοούνται ως δημόσια αγαθά σε καθεστώς δημοκρατίας (υγεία, παιδεία, ενημέρωση, ηλεκτρισμός, ύδρευση, κτλ). Αν λοιπόν το κράτος αναπτύσσει αυτοκτονικές διαθέσεις, αναδύεται εύλογα το ερώτημα «Ποιος κυβερνάει τελικά αυτόν τον τόπο;»
Το μΕΡΤικό μου απ’ τη χαρά, το θέλω πίσω πάλι
Σε ψυχολογικό επίπεδο, εκείνο που υπήρξε πραγματικά σοκαριστικό για μεγάλη μερίδα του κόσμου ήταν το αιφνίδιο μαύρο στις οθόνες και η αιφνίδια σιωπή στα ερτζιανά. Ακόμα κι όσοι έβλεπαν την ΕΡΤ μόνο για να παρακολουθήσουν κυριακάτικες λειτουργίες, ποδοσφαιρικούς αγώνες κι εκλογικά πάνελ, ένιωσαν ότι ζουν κάτι πρωτοφανές, κάτι που δεν είχαν ζήσει ποτέ πριν. Από ψυχαναλυτική σκοπιά, η τηλεόραση σε μεγάλο βαθμό παίζει το ρόλο της πανταχού παρούσας μητέρας που μας μιλά διαρκώς, μας καθησυχάζει και μας νανουρίζει. Απόδειξη γι’ αυτό είναι η πολύ διαδεδομένη συνήθεια πολλών νοικοκυριών να έχουν την τηλεόραση ανοιχτή ακόμα κι όταν τα μέλη της οικογένειας κάνουν άλλες δραστηριότητες και δεν την παρακολουθούν. Έτσι, η απάλειψη ήχου και εικόνας λειτούργησαν στο συλλογικό ασυνείδητο ως εγκατάλειψη, ως απώλεια, ως θάνατος. Μάλιστα, η εντύπωση αυτή είχε πολύ ισχυρό αντίκτυπο, καθώς το μαύρο και η σιωπή ερμηνεύτηκαν ως απειλή: όταν κάποιος σταματά να σου μιλά και κρύβεται πίσω από ένα σκοτεινό πέπλο, δεν μπορεί παρά να προετοιμάζεται για να σου επιτεθεί…
Έτσι, στους δρόμους, στα ηλεκτρονικά κοινωνικά μέσα αλλά και στις ίδιες τις εκπομπές της «παράνομης» πλέον ΕΡΤ, άρχισαν να πολλαπλασιάζονται οι φωνές που μιλούσαν για «χούντα», για «πραξικόπημα» και για «νέο Πολυτεχνείο». Ωστόσο, οι αναλογίες αυτές είναι έωλες και σε μια προσεκτικότερη εξέταση αποκαλύπτουν ότι αυτοί οι όροι δεν βοηθούν για τη νηφάλια ανάγνωση άρα ούτε και για την καίρια αντιμετώπιση της σύνθετης κατάστασης που ξετυλίγεται μέρα με τη μέρα μπροστά στα μάτια μας.
Εξάλλου, είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε τα εξής δεδομένα: α) αν θέλουμε οπωσδήποτε να εντοπίσουμε το ιστορικό ανάλογο της σημερινής κατάστασης, αυτό δεν είναι η χούντα των συνταγματαρχών, αλλά οι συνθήκες που επικρατούσαν πριν από τη χούντα, δηλαδή πολιτική αστάθεια, με τα κόμματα όντας επικεντρωμένα σε μικροπολιτικές επιδιώξεις να αδυνατούν να αντιμετωπίσουν την κρισιμότητα των καταστάσεων, με αποτέλεσμα την απαξίωση της πολιτικής και την ανάληψη της εξουσίας από ημιπαράφρονες στρατιωτικούς, αν όχι με τις ευλογίες τουλάχιστον με την ανοχή μεγάλου μέρους του πληθυσμού, β) η τηλεόραση υπήρξε ισχυρό μέσο προπαγάνδας κατά τη διάρκεια της χούντας, και μάλιστα ανήκε στις ένοπλες δυνάμεις (ΥΕΝΕΔ) που τότε ήταν κρατικό μονοπώλιο καθώς δεν υπήρχαν ιδιωτικά κανάλια, γ) η ΕΡΤ δεν έγινε μετερίζι καμιάς αντίστασης σε καμιά φάση της λειτουργίας της, και ουδέποτε υπερασπίστηκε τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα ορθώνοντας ανάστημα στην εκάστοτε κυβέρνηση.
φΕΡΤε μου ένα μαντολίνο για να δείτε πώς πονώ: Η κρυφή γοητεία του θεάματος
Ας προσπαθήσουμε τώρα να ξεδιαλύνουμε το μπλεγμένο κουβάρι «ΕΡΤ, κυβέρνηση και κοινωνική αντίσταση». Βρισκόμαστε προ καταστάσεων που λίγα χρόνια νωρίτερα ούτε ως ανέκδοτα δε θα έστεκαν. Ίσως η πιο χαρακτηριστική διατύπωση είναι κάτι που αναπαράχθηκε ευρύτατα ως χαριτολόγημα αυτές τις μέρες: «Ζούμε σε μια σουρεαλιστική χώρα: ο 902 προβάλλει τις δηλώσεις Τσίπρα και το indymediaαναμεταδίδει την ΕΡΤ». Στο προαύλιο της ΕΡΤ συνωστίζονται σημαίες και πανό του ΚΚΕ, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του Δεν Πληρώνω, των αντεξουσιαστών και πλείστων άλλων κοινωνικών, πολιτικών και συνδικαλιστικών ομάδων. Τι είναι αυτό που συστράτευσε τόσο ετερόκλητες ομάδες, πράγμα που είχαμε να δούμε από την εποχή του κινήματος των Πλατειών, αλλά και πάλι τότε ήταν σε μικρότερη έκταση; «Δεν είναι η ΕΡΤ, είναι η Δημοκρατία ηλίθιε», απαντά ένα άλλο δημοφιλές σύνθημα των ημερών.
«Γιατί, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, το νερό, οι συγκοινωνίες, κτλ κτλ δεν είναι θέμα δημοκρατίας;» θα αντέτεινε ο δικηγόρος του διαβόλου. Έτσι, το ερώτημα επιμένει: γιατί δεν κουνήθηκε φύλλο τόσο καιρό που γκρεμίζεται το σύμπαν γύρω μας και προέκυψε σχεδόν παλλαϊκός ξεσηκωμός για ένα θέμα που αφορά στα εκ των πραγμάτων «αμαρτωλά» media;
[Κάπου εδώ αρχίζουν να τρίζουν τα κόκαλα του Γκυ Ντεμπόρ και το φάντασμά του κουνάει με απαξίωση το κεφάλι, σκεπτόμενο ότι τζάμπα φύτεψε μια σφαίρα στην καρδιά του κοντά 20 χρόνια νωρίτερα, ενώ στο backgroundακούγεται η φωνή ενός άλλου φαντάσματος που τραγουδά α καπέλα με λυπημένο ύφος «Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θ’ αλλάξει ποτέ»].
Ένα μέρος της απάντησης σε αυτό το ερώτημα μπορεί να εντοπιστεί στον τρόπο με τον οποίο έγιναν όλ’ αυτά, έναν τρόπο που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε θεαματικά πραξικοπηματικό. Ελάχιστα χρόνια πριν, αν οποιαδήποτε ευρωπαϊκή κυβέρνηση έκλεινε ξαφνικά τους διακόπτες της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, ταυτόχρονα θα υπέγραφε την πολιτική της αυτοκτονία. Πριν εξετάσουμε λοιπόν το τι εξυπηρετεί η δημόσια ραδιοτηλεόραση ή οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος οργανισμός, τίθεται εδώ σοβαρότατο θέμα καταστρατήγησης θεμελιωδών αρχών της δημοκρατίας: το δικαίωμα των εργαζόμενων να ενημερώνονται εγκαίρως για την απόλυσή τους, η δημόσια διαβούλευση και η (ελάχιστη έστω) κοινωνική συναίνεση για μείζονες αλλαγές στο δημόσιο, η (προσχηματική έστω) ύπαρξη δημόσιων αντίβαρων σε όλους τους νευραλγικούς τομείς της ζωής -στους οποίους εντάσσεται και η ενημέρωση- απέναντι στην αυθαιρεσία των ιδιωτών. Με τη σαρωτικά αυταρχική και αυθαίρετη κίνησή της, η κυβέρνηση έκανε μια δοκιμή, τα αποτελέσματα της οποίας εκτιμούσε ότι είναι διασφαλισμένα, λόγω της μακρόχρονης κοινωνικής ινΕΡΤιας (απραξίας) απέναντι σε κατάφωρα αντιλαϊκά μέτρα: αποπειράθηκε να μετατρέψει αυτά που ως τώρα αντέχουν και ακόμα θεωρούνται ΑΡΧΕΣ της δημοκρατίας σε επικίνδυνα φετίχ, σε παράλογα ταμπού, σε άσκοπα βαρίδια από τα οποία θα πρέπει να «απελευθερωθούμε» προκειμένου να οδεύσουμε απρόσκοπτα προς το ελληνικό «success story».
Το συστηματικό πλέον εργαλείο προκειμένου να έρθει σε πέρας με επιτυχία ένα τέτοιο εγχείρημα, ήταν ο κοινωνικός αυτοματισμός: είμαι ένας από τους ενάμιση εκατομμύριο ανέργους και θα νοιαστώ για τους βολεμένους της ΕΡΤ; Έχω παρεμποδιστεί τόσες φορές από τους απεργούς και θα συμπράξω τώρα με τους εργατοπατέρες; Δίνω τα λεφτά μου μέσω φόρων για να τα τρώνε οι ακαμάτηδες; Ως σενάριο, φαινόταν ότι θα μπορούσε να πάει μια χαρά. Εκείνο που δεν υπολόγισαν όμως οι εμπνευστές του, είναι ότι η κοινωνία του θεάματος είναι ένα αυτεπίστροφο όπλο. Ζούμε λοιπόν την ιστορική στιγμή που οι ιδέες του Ντεμπόρ βρίσκουν μια απροσδόκητη εφαρμογή: το φιλοθεάμον κοινό, εθισμένο στο θέαμα, αντιδρά πανικόβλητο σα να βρίσκεται σε στερητικό σύνδρομο μόλις διακόψεις την αέναη προβολή «της ζωής που δεν έζησε». Μέσα από την αντίδρασή του όμως, ο θεατής ανακαλύπτει σταδιακά τόσο τη δύναμη του ίδιου του «κενού χώρου», όσο και των εναλλακτικών προτάσεων για την κάλυψή του. Εκείνο λοιπόν που χρησιμοποιείτο ως ναρκωτικό («η τηλεόραση είναι το όπιο των μαζών» θα έγραφε αναμφίβολα ο Μαρξ αν ζούσε στον 20ο αιώνα), υπό συνθήκες μπορεί να γίνει η θρυαλλίδα για την ανατροπή του συστήματος που επιβάλλει τη νάρκωση. Με Ντεμποριανή ορολογία, έχουμε εδώ ένα τυπικό παράδειγμα αυτού που ονομάζεται detournement(μεταστροφή), δηλαδή την οικειοποίηση ενός στοιχείου (ιδέας, έργου, μέσου, κτλ) και την επανανοηματοδότησή του με άλλους όρους.
Η ήρα και το σιτάρι
Ωστόσο, ένα άλλο μέρος της απάντησης θα πρέπει να αναζητηθεί στο περιεχόμενο του διακυβεύματος, δηλαδή στο ποια είναι η φύση του φορέα αυτού που καταργείται τόσο βάναυσα. Μέσα στο συγκινησιακά φορτισμένο κλίμα των ημερών, γίνεται κανείς δυσάρεστος όταν υπενθυμίζει πράγματα που κανείς δε θέλει να θυμάται: μιλάμε για την καθεστωτική κρατική ΕΡΤ που πειθήνια μετέδιδε πάντοτε ότι βόλευε την εκάστοτε κυβέρνηση. Μιλάμε για την ΕΡΤ που υπήρξε προνομιακός χώρος απασχόλησης τόσο για τα «δικά μας» παιδιά (αλησμόνητος ο Τζώνης Καλημέρης και ανεπανάληπτος ο Αιμίλιος Λιάτσος, για να φέρουμε μόνο δύο παραδείγματα), όσο και για «ενοχλητικούς» αριστερούς, η σιωπή των οποίων εξαγοραζόταν με παχυλούς μισθούς, με συνέπεια το μόνο τους κοινωνικό κληροδότημα να καταστεί η περιβόητη «ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς» κατά Σώτη Τριανταφύλλου και τους συν αυτή. Μιλάμε για την ΕΡΤ που εκπαραθύρωνε με συνοπτικές διαδικασίες δημοσιογράφους που τολμούσαν να ψελλίσουν μισή αράδα αλήθειας ή αμφισβήτησης (π.χ. Κώστα Αρβανίτη), για να προσλάβει στη θέση τους συγγενείς πρώτου βαθμού υπουργών και παρατρεχάμενων (η πολύ-λοιδωρημένη Ανθή Σαλαγκούδη είναι μόνο το κακότυχο κερασάκι στην μεγάλη τούρτα τέτοιων προσλήψεων). Μιλάμε για την ΕΡΤ που ανά καιρούς εζήλωνε τη δόξα των ιδιωτικών σκουπιδοκάναλων δαπανώντας χρήματα σε γελοία projects που υποτίθεται ότι θα άγγιζαν το ευαίσθητο τηλεκοντρόλ του «μέσου τηλεθεατή». Μιλάμε για την ΕΡΤ του δαπανηρότατου τσίρκου της Eurovision. Μιλάμε για την ΕΡΤ που έκανε παζάρια με τις ποσοστώσεις του τηλεοπτικού χρόνου στα κόμματα. Μιλάμε για την ΕΡΤ που δεν επέδειξε αλληλεγγύη όχι μόνο στους χαλυβουργούς, αλλά ούτε στους εργαζόμενους του ALTER που ήταν για καιρό όμηροι μιας άθλιας εργοδοσίας, ούτε στη φίμωση του indymedia. Ωστόσο, αν σταθεί κανείς σ’ αυτό το «ξεφώνημα», δεν κάνει άλλο παρά να γίνεται νεροκουβαλητής της τακτικής που περιγράψαμε παραπάνω, δηλαδή της απόπειρας του κράτους να καταστήσει «αντικειμενικό» ένα πρόβλημα που δημιούργησε και γιγάντωσε αυτό το ίδιο. Άλλωστε, όσο ισχύουν τα παραπάνω, άλλο τόσο ισχύει και ο αντίλογος: υπήρξε και η ΕΡΤ του Μάνου Χατζιδάκι, η ΕΡΤ του Τρίτου Προγράμματος, των μουσικών συνόλων, του Παρασκηνίου, και πολλών άλλων ανά καιρούς αριστουργηματικών παραγωγών που υπάρχουν στο πολύτιμο αρχείο της. Εν τέλει, είτε το θέλουμε είτε όχι, η κιβωτός της ιστορικής μνήμης της Ελλάδας του 20ου αιώνα, αποτυπώνεται με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια σ’ αυτό το αρχείο, απ’ ότι στην αποθέωση των εφήμερων σκουπιδιών με τα οποία μας βομβαρδίζει ασταμάτητα η ιδιωτική ραδιοτηλεόραση.
Φτάνουμε λοιπόν μετά κόπων και βασάνων σε ένα αίτημα που παρότι είναι κατεξοχήν δημοκρατικό, λίγοι το είχαν αναλογιστεί ως πρόσφατα κι ακόμα λιγότεροι το είχαν διεκδικήσει σθεναρά: τη διάκριση δημόσιου και κρατικού. Το κοινωνικό αίτημα ασφαλώς δεν αφορά σε μια κρατική ΕΡΤ που θα συνεχίσει να είναι μαγαζάκι και φερέφωνο του καθεστώτος, αλλά σε ένα δημόσιο μέσο ενημέρωσης, επιμόρφωσης και ψυχαγωγίας που θα αποτελεί ουσιαστικό αντίπαλο δέος στη βαρβαρότητα των ιδιωτικών ΜΜΕ. Έτσι, καθίσταται ανόητο το καθεστωτικό σοφιστειακό ερώτημα «τι σόι ριζοσπαστισμός είναι αυτός που λυσσαλέα υπερασπίζεται το ‘περισσότερο’ κράτος;» Φιλελεύθεροι είναι άλλωστε αυτοί που το εκφέρουν, και με φιλελεύθερους όρους σκέφτονται…
Get it while you can
Στο σημείο αυτό όμως, ελλοχεύει ένας ακόμα κίνδυνος – ίσως ο σοβαρότερος απ’ όλους: το να διεκδικεί κανείς από την εξουσία αυτό που εκ της φύσης της δεν μπορεί να του δώσει. Ποια εξουσία, δεξιά ή αριστερή, θα καθιστούσε πραγματικά δημόσια τα κοινωνικά αγαθά, δίχως να διατρέχει τον κίνδυνο της αυτοϋπονόμευσής της; Αυταπόδεικτα καμιά. Έτσι, όσοι διεκδικούν τη δημοσιοποίηση των κοινωνικών αγαθών θα πρέπει να έχουν πλήρη συνείδηση ότι κάτι τέτοιο όχι μόνο δε θα τους παραχωρηθεί, αλλά ούτε καν θα γίνει ανεκτό από την εξουσία. Άρα, εκτός από το αντικείμενο της διεκδίκησης (δηλαδή το τι διεκδικούμε), οφείλουμε να προσδιορίζουμε με σαφήνεια και από ποιον το διεκδικούμε. Για να μιλήσουμε λοιπόν με συγκεκριμένους όρους, η κατάσταση της ΕΡΤ αυτή τη στιγμή είναι ένας δρόμος χωρίς επιστροφή: είτε η παλινόρθωσή της ως παλιά, καλή ΕΡΤ, είτε η δημιουργία ενός αναβαπτισμένου και συρρικνωμένου κακέκτυπου -και μάλιστα από τους ίδιους αυτουργούς-, δεν οδηγούν πουθενά, παρά μόνο ανακυκλώνουν το πρόβλημα. Τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι συμπαραστάτες τους καλούνται να συνειδητοποιήσουν ότι ο μόνος δρόμος ουσιώδους αντίστασης και ανατροπής που τους απομένει δεν είναι η διεκδίκηση «συνταγματικών δικαιωμάτων» (τραγέλαφος: λες και αυτοί που έφτιαξαν το Σύνταγμα και μιλούν εξ ονόματός του, δεν είναι οι πρώτοι που το έκαναν κουρελόχαρτο), επαναπροσλήψεων, αποζημιώσεων, κτλ, αλλά η συνολική ρήξη με ένα καθεστώς «ενημέρωσης» –κρατικής και ιδιωτικής- στο οποίο βασιλεύουν οι σκοπιμότητες των ελίτ, με εργαλεία τη συστηματική παραπληροφόρηση, την εξοντωτική προπαγάνδα και την πολιτισμική εξαχρείωση. Ίσως ο χαρακτηρισμός «ελεύθερη ραδιοτηλεόραση», μέσα στην αμυντικότητα της εκφοράς του να είναι τελικά πιο αποκαλυπτικός απ’ όσο δείχνει με πρώτη ματιά: ονομάζουμε «ελεύθερο» ένα μέσο σε αντιδιαστολή με άλλα που γνωρίζουμε ότι κάθε άλλο παρά ελεύθερα είναι!
Οι σπέκουλες για τους λόγους που οδήγησαν την κυβέρνηση σε μια τόσο επικίνδυνη κίνηση είναι πολλές. Όπως και να έχει, η εξέλιξη των πραγμάτων δείχνει ότι το κλείσιμο της ΕΡΤ κατέληξε σε αυτογκόλ και ταυτόχρονα άνοιξε μια χρυσή ευκαιρία για όσους έχουν τη δύναμη και την «τρέλα» να οραματιστούν και να δράσουν άμεσα:
Για μια ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΡΤ που θα βάλει στο επίκεντρο την αγωνιώδη αναζήτηση της αλήθειας και την έκφραση της αγωνίας κάθε πολίτη, δέχομαι να πληρώνω όχι 4 ευρώ το μήνα, αλλά όσο περισσότερα μου επιτρέπει το υστέρημά μου.
Για μια ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΡΤ που θα δώσει ουσιαστικό βήμα στο βουβό κομμάτι της κοινωνίας, θα αφιερώσω όσο χρόνο μπορέσω όχι μόνο για να παρακολουθήσω παθητικά αλλά και για να βοηθήσω ενεργητικά.
Για μια ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΡΤ που θα παράγει πολιτισμό στο όνομα του ιδεώδους ενός Χατζιδάκι, θα νιώσω τιμή να μιλήσω σ’ όλους τους φίλους μου απανταχού της οικουμένης!
Και είμαι σίγουρη ότι είναι πολλοί όσοι σκέφτονται σαν εμένα. Απομένει να δοκιμαστεί η αρετή και η τόλμη.
ΥΓ. Στο χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας λέξης αυτού του κειμένου, προέκυψαν σαφή δείγματα για συμφωνίες εργαζομένων με την κυβέρνηση κάτω απ’ το τραπέζι, ενώ ο κόσμος έξω από το ραδιομέγαρο αραίωσε αισθητά, κι αυτό δεν οφείλεται στα «μπάνια του λαού», αλλά κυρίως σε ορισμένες ενέργειες της ΠΟΣΠΕΡΤ που απομάκρυναν τους υποστηρικτές, μόλις στην ατμόσφαιρα άρχισε να αναδίδεται εκείνη η παλιά γνωστή αποφορά του εγκάθετου «συνδικαλισμού». Όπως όλα δείχνουν, ο αγώνας για την ΕΡΤ λήγει με τη μετατροπή της τρικομματικής κυβέρνησης σε δικομματική και με έναν ανασχηματισμό τραγικής σύνθεσης. Ωστόσο είναι σημαντικό να οραματιζόμαστε τι θα μπορούσε να γίνει και δεν έγινε, ως μια ακόμα παρακαταθήκη για το μέλλον, όταν τόσο οι συνθήκες, όσο κι εμείς οι ίδιοι ως κοινωνικό σώμα θα είμαστε πιο ώριμοι και πιο θαρραλέοι…