Τι νόημα έχει άραγε όλη αυτή η συζήτηση περί πολιτικής, ιδεολογίας, αυτο οργάνωσης και κοινωνικής συλλογικότητας, σε εποχές τόσο σκληρές; Μόλις προ ολίγων ημερών και με αφορμή δυο άρθρα μελών της Κίνησης ΔΙΑ-ΛΟΓΟΣ- ΔΡΑΣΗ, η ερώτηση αυτή ήρθε για να προκαλέσει συνειδησιακά ζητήματα και απορίες.
Ποιος άραγε ο λόγος για τον οποίο κάποιος να κάτσει να γράψει ή πιο καλά να διαβάσει όσα η τάξη του χρόνου ήρθε να ρυθμίσει; Και γιατί μια νέα συζήτηση να ασχολείται παράκαιρα με θέματα που χρόνια τώρα έχουν εξαντληθεί και δεν προσφέρουν τίποτα πια στη μεταμοντέρνα αντίληψη για το κοινωνικό γίγνεσθαι; Ο λόγος περί πολιτικής, κοινωνίας, κινηματικής διαμόρφωσης. Τι νόημα αλήθεια έχουν όλα αυτά σε μια εποχή κοινωνικού αυτοματισμού, μηδενισμού και οικονομικών αδιεξόδων; Πως όλη αυτή η συζήτηση που διεξάγεται με όρους και μέσα σύγχρονης τεχνολογίας, μπορεί να φέρει κάποιο αποτέλεσμα, όταν απέτυχαν εδώ και χρόνια οι άμεσες κοινωνικές "διαπραγματεύσεις"; Και γιατί εμείς οι σύγχρονοι "κινηματικοί" να αναλωθούμε σε συζητήσεις που φαντάζουν ρομαντικά, στη καλύτερη περίπτωση, απομεινάρια μιας άλλης εποχής που αποδεδειγμένα πια μεταλλάχθηκε; Τι προσφέρει μια τέτοια κουβέντα που ξεκίνησε αρκετά παλιά και στο κάτω-κάτω της γραφής δεν απέδωσε πουθενά; Σωστά τα ερωτήματα και κυρίως οι αιτίες που τα δημιουργούν. Είναι όμως στ ΄αλήθεια έτσι;
Ανήκουμε, κάποιοι από εμάς, σε μια γενιά ανθρώπων που χωρίς να έχει ματώσει η ίδια τα ιστορικά της αμπέχονα, χωρίς ιστορικές ετικέτες, φυλακίσεις και εξορίες, συνειδητοποίησε την δυναμική και το προσανατολισμό της ασύνδετα, αυθόρμητα και ξαφνικά, στην αρχή της οικονομικής κρίσης.
Η ξαφνική αυτή κοινωνική ζύμωση και η πολιτική μέθεξη που την ακολουθεί, καλλιέργησε ένα ήδη υπαρκτό αλλά πρώιμο και συχνά ασαφές ελάχιστο ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο που βασίζεται στις αρχές του ανθρωπισμού, της χειραφέτησης, της αυτονομίας και της κοινωνικότητας, ενώ τείνει να μετεξελιχθεί γνήσια και ανόθευτα σε πολιτική ταυτότητα, ιδεολογική σταθερά, κοινωνική πίστη. Αυτή η συνειδησιακή περισσότερο ταυτότητα πέρα από το γεγονός ότι δύσκολα μπορεί να αποκολληθεί από τη σκέψη της γενιάς αυτής που με κόπο προσπαθεί να βρει το δρόμο της τη στιγμή που δίπλα της την ίδια ακριβώς ώρα καταρρέει ένα ολόκληρο αποτυχημένο μοντέλο και στα απομεινάρια του στήνεται ένας ακόμη πιο κολοσσιαίος υπερ-δομικός παγκόσμιος κερδοσκοπικός σχηματισμός, αποκτά σταδιακά τη δική της αυτόφωτη αξία καθώς οι δεκαετίες όπου εκμηδενίστηκαν υλιστικά οι όποιες λογής και φύσεως ετερότητες και στη θέση τους αναπτύχθηκαν μαζικές συμπεριφορές και νοοτροπίες, φαίνεται πια να έχουν περάσει για τα καλά. Επομένως, σε πραγματικά άγονες εποχές, η όποια λογής διαλογική σχέση υποκειμένου-κοινωνίας, σε πρωτογενές έστω επίπεδο, αποκτά χαρακτήρα ανατρεπτικό και γιατί όχι επαναστατικό και η συζήτηση στα πλαίσια μιας ανοικτής συνέλευσης κοινωνικού χαρακτήρα αποτελεί βαθιά ριζοσπαστική στάση που δύσκολα ξεπερνιέται από ανθρώπους που δεν νοούν τη ζωή τους πλέον χωρίς αυτές.
Η εποχή της κρίσης με τις ελάχιστες αλλά ικανές εξάρσεις κοινωνικών αντιπαραθέσεων και διεκδικήσεων στα πλαίσια διαφορετικών κάθε φορά συλλογικοτήτων και αιτημάτων, έδωσε στους ίδιους αυτούς ανθρώπους, ένα χρήσιμο ανάχωμα προβληματισμού και μελέτης πάνω σε καίρια ζητήματα της κοινωνικής γεωμετρίας και πολιτικής θεωρίας, προετοιμάζοντας με τον τρόπο αυτό μια ασύνδετη και χαλαρή προς το παρόν κοινωνική και πολιτική παρουσία, για κάποιους αρχικά στους κόλπους υπαρκτών πολιτικών σχηματισμών που για πρώτη φορά διεκδικούν επί ίσοις όροις την εξουσία και για τους περισσότερους στην αναζήτηση και μόνο αυτή, μιας εφικτής ενιαίας πρότασης για ένα κοινό μέτωπο ελάχιστων, αρχικά, προϋποθέσεων και συγκλίσεων, που δεν στοχεύει στην κατάκτηση της εξουσίας, αλλά στην αυτοδιαμόρφωση της κοινωνικής προτεραιότητας .
Η στιγμή αυτή που σημαδεύεται έντονα από ιστορικές εντάσεις, διαιρέσεις, πισωγυρίσματα, παγκόσμιους ισοπεδωτικούς μηχανισμούς και «νέο φιλελεύθερους» κοινωνικούς οδοστρωτήρες, πολεμοκάπηλους εθνοπατέρες, αντι- τρομοκρατικές υστερίες και «δημοκρατικές» υπερβολές, γέννησε την ιστορική αναγκαιότητα για μια οριστική πια και αμετάκλητη συστράτευση όλων όσων εναντιώνονται με σθένος στη νέα επώδυνη συγκυρία. Το ολοένα πιο δυναμικό αυτό αίτημα για μια νέα μαχητική συλλογικότητα που θα αγωνίζεται μετωπικά και συστηματικά, που θα λειτουργεί αυτόνομα χωρίς στρεβλώσεις και εσωστρεφείς νοοτροπίες και που θα κλείνει στους κόλπους της ομάδες, φορείς, παρατάξεις, προσωπικότητες με έναν κοινό ελάχιστο παρανομαστή αλλά με μέγιστο όραμα «έναν άλλο, διαφορετικό κόσμο», «κατέβηκε» αρκετές φορές στους δρόμους και τα πεζοδρόμια, διεκδίκησε το κοινωνικό της ρόλο και διαμόρφωσε μια αρκετή χρήσιμη παρακαταθήκη που αναμένει την δική της ιστορική ευκαιρία. Μια ευκαιρία που θα επαναπροσδιορίζει τη παρουσία του υποκειμένου στο σύγχρονο γίγνεσθαι, που θα γονιμοποιεί το σπέρμα της διαλογικής σχέσης κοινωνίας – ανθρώπου. Αυτονόητα, η ταχύτητα με την οποία διαμορφώθηκε η «ιστορική αυτή αναγκαιότητα», προκάλεσε σύγχυση σε όσους στεγάστηκαν στην προοπτική της. Εξ' ου και οι διαφορετικές θέσεις και απόψεις ανθρώπων και ομάδων που τελικά ίσως και να τους ενώνουν περισσότερα από όσα εννοούν.
Εν μέσω κρίσης πια, μια εντελώς άδοξη, παράλογη και άγονη πανσπερμία κενών συμβόλων, συμβολισμών, στόχων, αρχών και αξιών σε στενή επαφή με την αδυσώπητη καθημερινή αγοραία πραγματικότητα του κέρδους από τη μια, της φτώχειας και της βίας, υπαγορεύει μια νέα κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά, μεταλλάσσει τις συνήθεις κοινωνικές αντιδράσεις και επιβάλλει την άμεση εφαρμογή της χρήσιμης αυτής συγκυρίας. Προϋπόθεση απαραίτητη να προσεγγισθεί ανοικτά, κριτικά, ελεύθερα, σε όλες τις διαστάσεις της και σε όλο το φάσμα της. Και μπορεί η παγκόσμια συγκυρία να εξασθένησε αδιακρίτως κοινωνικά και πολιτικά ξεσπάσματα, μπορεί η μελαγχολική εσωστρέφεια και ένας ιδιότυπος μεγαλοϊδεατισμός της τάξεως του 20% που εσχάτως έφθασε στο σημείο για λόγους που ιστορικά θα αναλυθούν να διεκδικήσει την εξουσία να κράτησε καθηλωμένο το όραμα για ένα μέτωπο κοινωνικής δράσης ή αντίδρασης κοινό, ριζοσπαστικό και αυτοοργανωμένο, ποτέ όμως ουσιαστικά δεν εξαφανίστηκε από την άκρη έστω του μυαλού της γενιάς αυτής που γνώρισε πρόσφατα - επαναλαμβάνω σε εποχές άγονες - τη πρώτη κοινωνική της συλλογικότητα, ο γονιδιακά αυτονόητος συνειδησιακός προβληματισμός για τη παρουσία του ανθρώπου στη κοινωνία.
Όταν λοιπόν με το πέρασμα του χρόνου η αναγκαιότητα μιας πραγματικής μεταστροφής και του υλικού κορεσμού αρχίζει να τον ωθεί σε άμεσες λύσεις ή δράσεις, ο διάλογος για τη σχέση ανθρώπου - κοινωνίας, δράσης-αντίδρασης, επαναπροσδιορισμού της ανθρώπινης ετερότητας και συλλογικής εξέλιξης θα είναι το πιο χρήσιμο επιστημονικό και κοινωνικό εργαλείο για την μετάβαση σε πιο ώριμες πολιτικές συνθήκες αυτοθέσμισης. Η διατήρηση δηλαδή μιας επικαιροποιημένης διαλογικής σχέσης κοινωνίας-ανθρώπων, η απλή καταγραφή θέσεων και απόψεων που φαίνονται προς το παρόν ανούσιες παρελθοντικές σαχλαμάρες ή ανεδαφικές ουτοπίες ή πιο απλά, η συζήτηση που ήδη διεξάγεται σε μικρές συλλογικότητες όπως μια παρέα, μια εφημερίδα και φυσικά το διαδίκτυο που τις φιλοξενεί, είναι που όταν το πλήρωμα του χρόνου έρθει, θα βγάλει στο δρόμο ένα διαφορετικό κοινωνικό αποτέλεσμα. Χωρίς την αναγκαία αυτή συζήτηση, τον εσωτερικό προβληματισμό, την σκέψη και την έκφραση θέσεων και απόψεων, ιδεολογικό, πολιτικό ή κοινωνικό άρμα δεν γίνεται να προκύψει, παρά μόνο ένας επίπλαστος εκλογικός σχηματισμός που απλά θα διεκδικεί αύξηση ποσοστών στο όνομα της κοινωνίας και για λογαριασμό της με σκοπό την κατάκτηση της ίδιας πάντα εξουσίας, άρα όχι με ικανοποιητικά αποτελέσματα κι όταν το ζητούμενο θα ήταν η ύπαρξη μιας τέτοιας ακριβώς εξουσίας στη νέα πραγματικότητα και η σχέση της με τους ανθρώπους, όπως και των ανθρώπων μαζί της.
Ο «δρόμος» λοιπόν, προς το παρόν ΔΙΑ-ΛΟΓΙΚΟΣ, υπάρχει. Διαβάτες χρειάζεται να ξεκινήσουν μαζί, με την εμπειρία του ΔΙΑΛΟΓΟΥ και το πάθος για την ΔΡΑΣΗ, μια νέα συλλογική πορεία για έναν κόσμο διαφορετικό μα όχι ανέφικτο. Το βουβό, μέχρι σήμερα, κίνημα της γενιάς των διαχρονικών καναπέδων είναι μετά από όλη αυτή την ιστορική του διαδρομή, στην αφετηρία του. Οι υπόλοιποι;