ΤΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ (ΝΑ) ΤΗΝ ΚΛΑΙΣ

warning: Creating default object from empty value in /home1/esto/public_html/sites/all/modules/openpublish_core/theme_helpers/node-article.tpl.inc on line 45.
η πλατεια ειναι γεματη..

Ένα από τα μεγαλύτερα μεταπολιτευτικά σκάνδαλα  για το οποίο καμία εξεταστική των «δραμάτων» επιτροπή δεν θα μπορέσει ποτέ να συγκληθεί, πόσο μάλλον να διερευνήσει, είναι αυτό της ψυχικής και διανοητικής εξόντωσης ολόκληρης της κοινωνίας, που οδήγησε με μαθηματικά ακριβή τρόπο στην σημερινή της κατάσταση.

Το μεγάλο αυτό μεταπολιτευτικό έγκλημα, διαρκές στη φύση και το περιεχόμενο του και γι αυτό μη εμπίπτον σε καμία διάταξη όψιμης παραγραφής, αναπτύχθηκε με –κατά τη γνώμη μου- σκοπούμενες διαδικασίες στην εποχή εκείνη που οι ιστορικοί του μέλλοντος θα την αποκαλούσαν εποχή  του πρώτου ελληνικού υπαρκτού «σοσιαλισμού» ή αλλιώς της «προϊστορικής» ελληνικής εκδοχής της σοσιαλδημοκρατίας που παρέσυρε συμπαγείς κοινωνικές τάξεις και πλειοψηφίες από τα ανοικτά στάδια παλλαϊκών συναυλιών και οραμάτων και τις «ανέβασε» σε τραπέζια εθνικοσοσιαλιστικού τσιφτετελιού.  

Το αποτέλεσμα αυτής της νομιμοποιητικής διαδικασίας ενσυνείδητων και καθόλου ευσυνείδητων  παθητικών συμπεριφορών, πέραν της δημιουργίας ενός ιδιωτικού κοινωνικού προτύπου που ιδιωτεύει και «αρπάζει» - αρκετές φορές - οτιδήποτε θα μπορούσε να αποτελέσει δημόσιο ή κοινωφελές αγαθό, έφερε στο προσκήνιο της κοινωνικής πρακτικής, τον καναπέ της συμφέρουσας ιδιώτευσης και της παθητικής αδιαφορίας. Ενέπνευσε μάλιστα κάθε είδους συντηρητικό αντανακλαστικό , οδηγώντας το πιθανόν σε εκφράσεις και συμπεριφορές που ακόμη δεν έχουμε αξιολογήσει.  Και το χειρότερο, κατέγραψε την αντίληψη αυτή στον γονιδιακό μηχανισμό και της επόμενης γενιάς. Γι αυτό άλλωστε μέχρι και σήμερα, εποχή που διαπιστώνεται με τον πιο πρόδηλο τρόπο η μοναρχική αντίληψη διοίκησης-διοικούμενου,  η μη έντιμη και ανειλικρινής στάση της πολιτικής και κοινωνικής  εξουσίας, πέραν των όποιων «περιθωριακών» αντιστάσεων και την συνδικαλιστική υπερεκτόνωση, δεν στάθηκε ικανή να ξεσηκώσει μεγάλα τμήματα πληθυσμού, νεανικά κυρίως, που πάνω τους ασκούνται οι πιο εξοντωτικές πολιτικές και οικονομικές πρακτικές με μεγάλη, χρονικά,  προοπτική. 

Ανερμάτιστοι και υποταγμένοι , οι περισσότεροι σύγχρονοι πολίτες,  με τα free press παραμάσχαλα, θιασώτες «εναλλακτικών» πολιτιστικών δρωμένων σε στέκια πολιτιστικής παρακμής, παραμέρισαν στο δρόμο των κοινωνικών διεκδικήσεων , δίνοντας χώρο σε συνδικαλιστικές μάζες και μόνο , να παρελάσουν την αντιδραστική τους κενότητα. Πίσω τους μια αλαζονική και αυταρχική μηχανή αλλοτρίωσης και εκφοβισμού, σε ρόλο προπαγανδιστικής διαπόμπευσης, αδρανοποίησε εν τη γενέσει του και κατασυκοφάντησε κάθε σπέρμα πραγματικά εναλλακτικής κοινωνικής συμμετοχής. Η κατάληξη, αυτό που μέχρι τώρα ζήσαμε και πιθανόν θα ζήσουμε και προσεχώς  με κάθε  γενική απεργία, μια κενού τύπου κινητοποίηση γεμάτη  με συνθήματα μαχητικά ίσως και σημαιούλες με έντονες αποχρώσεις  που θα παρελάσει  στο Σύνταγμα , έδρα της Ασύντακτης Δημοκρατίας μας και υπο το βάρος της κόπωσης των ποδιών και των δακρυγόνων, θα αποσυρθεί ταχέως έχοντας εκπληρώσει το κοινωνικό χρέος της  για να παρακολουθήσει την εσπερινή παράσταση των πανομοιότυπων δελτίων  ειδήσεων ή πιο εναλλακτικά,  τα μέσα μιας άσκοπης και ασυνάρτητης κοινωνικής δικτύωσης με πολλές εικόνες κι ακόμη πιο πολλά ομοιώματα. 

Με ασφαλή τρόπο κρίσεις για την μη συμμετοχή πολιτών, νέων και μη, σε παραδοσιακές μορφές «πάλης των τάξεων» , δεν μπορούν να είναι δίκαιες, ιδιαίτερα όταν οι μορφές αυτές θυμίζουν πλέον απολιθώματα της ιστορίας των κοινωνιών. Αυτό όμως που σίγουρα γεννά και υποθάλπει τον προβληματισμό για τον μαρασμό της Ρωμιοσύνης, είναι το πώς σε τέτοιας έντασης συνθήκες, αυτές δεν στάθηκαν ικανές στις ημέρες μας να διακηρύξουν  έστω έναν νέο τρόπο συλλογικής κοινωνικής συμμετοχής και δημιουργίας (ή έστω αντίδρασης). Με εξαίρεση κάποια λίγα ίσως κινήματα πολιτών και αναρίθμητα «διαδυκτιακά καλέσματα» θεωρητικών εξεγέρσεων ατομικού χαρακτήρα, όλα τα σημεία των καιρών συγκλίνουν στο σκληρό συμπέρασμα , ότι η Ρωμιοσύνη μπορεί να μελαγχολεί ή να διαμαρτύρεται, αργεί όμως  να ξεσηκωθεί. Το μόνο παρήγορο πως η μιζέρια δεν της πάει , με τον ίδιο τρόπο που δεν της αξίζουν και τα κλάματα. Αρκεί μόνο να το αντιληφθεί, ας ελπίσουμε σύντομα.