Η αβάσταχτη ελαφρότητα μιας «βαθιάς» πολιτικής

warning: Creating default object from empty value in /home1/esto/public_html/sites/all/modules/openpublish_core/theme_helpers/node-article.tpl.inc on line 45.
Τα «Εμιρ-άτα» δεν είναι χωριό της Κεφαλονιάς, ούτε νησί του Ιονίου

Στα χρόνια όπου η λέξη κέρδος σαν οδοστρωτήρας έρχεται να ισοπεδώσει ανθρώπους και κοινωνικές ομάδες, το να μιλήσει κανείς για περιβαλλοντικές ευαισθησίες, είναι σαν να μιλά τη γλώσσα απόκοσμων ιθαγενών. Το ίδιο μάταιο φαντάζει να πείσεις ή να πεισθείς ότι εκεί που στήνονται δεξαμενές άντλησης κερδών, θα μπορούσε ίσως να σταθεί το ίδιο ανταποδοτικά και αναπτυξιακά, μια ενεργειακή προοπτική πιο ανθρώπινη και πιο ευαίσθητη.
 
Την ώρα λοιπόν που η τοπική κοινωνία αναγκάζεται να ασχοληθεί με άμεσα και καυτά προβλήματα, τα γεωτρύπανα των ενεργειακών εργολάβων ακονίζουν τα μαχαίρια τους για την μεγάλη ενεργειακή «μπίζνα» και την πολυδιαφημιζόμενη «πετρελαιοποίηση» της ευρύτερης νησιωτικής περιοχής μας, ενώ αντίθετα, από τη μια η έλλειψη έστω κι ενός ελάχιστου διαλόγου για ένα αρκετά σημαντικό ζήτημα και από την άλλη ο άκριτος αν και σιωπηλός στις ημέρες μας ενθουσιασμός της κεντρικής και τοπικής ηγεσίας με την παράλληλη σιωπή όσων επίσημα τις αντιπολιτεύονται, αποτελούν απόδειξη επικινδυνότητας του συνολικού σχεδίου, ύποπτων προθέσεων, αλόγιστου κέρδους για λίγους και ισχυρούς, ή πιο απλά ακόμη ένα δείγμα μιας εξίσου επικίνδυνης άγνοιας.
 
Το βασικό ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι αφού η συγκεκριμένη εκμετάλλευση αφορά τα δικά μας «χωρικά» ύδατα, μήπως πρέπει, αφού κανείς επίσημα δεν το κάνει, να αναρωτηθούμε ποιό είναι το ανθρώπινο, το κοινωνικό, το περιβαλλοντικό, το συνολικό τοπικό κόστος για το νησί μας αλλά και την ευρύτερη περιοχή του Ιονίου, για να μπορέσει η Ελλάδα να επιχαίρει πως θα παραμείνει μια δυτικοπρεπής Ψωροκώσταινα, έστω και με όρους ανατολικής αξιοποίησης; Με πιο απλά λόγια δηλαδή, ποιό τίμημα είναι αυτό - κι αν φυσικά υπάρχει - που πρέπει να πληρώσουν οι σημερινές τοπικές κοινωνίες των νησιών μας και τα παιδιά μας, για να μπορέσουν να εξασφαλισθούν έσοδα για τον κρατικό κορβανά; Και πόσο αξιόπιστες και βάσιμες είναι οι δεσμεύσεις που ακούστηκαν και οι υποσχέσεις που θα έρθουν, αφενός όταν ακούγονται από χείλη εκπροσώπων ενός συστήματος που μας έφεραν σε αυτή τη κατάσταση κι αφετέρου σε εποχές που οτιδήποτε αντιστέκεται σε λογικές άμεσης κερδοφορίας, στην καλύτερη των περιπτώσεων δεν θα δει καν το φως της δημοσιότητας; Κι αν τέλος οι κάθε λογής εφησυχασμοί έναντι τόσων επιμέρους κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβληματισμών, έχουν ρεαλιστική βάση, τι νόημα έχουν τα πολλά υποσχόμενα αντισταθμιστικά οφέλη που άλλοτε προσφέρονται, λεκτικά προς το παρόν απλόχερα και άλλοτε αποτελούν την κύρια επιλογή πολιτικής και διεκδικήσεων των πολιτικών και ίσως αργότερα κάποιων επιχειρηματικών ταγών των νησιών μας και άρα και της Κεφαλονιάς; Και πως εξηγείται που ακόμη και ο πρόεδρος της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά την τελευταία προεκλογική του επίσκεψη στο νησί μας, αρνήθηκε να αναφερθεί σε οτιδήποτε άλλο εκτός από την ωφέλεια του όλου εγχειρήματος στον εθνικό προϋπολογισμό, αγνοώντας τα όποια επιμέρους περιβαλλοντικά και κοινωνικά ζητήματα;
 
Ο βασικός προβληματισμός που πρέπει να επικρατήσει, εάν ποτέ ξεκινήσει μια ουσιαστική και όχι επιφανειακή συζήτηση για το θέμα των κοιτασμάτων του Ιονίου που αφορά άμεσα και την Κεφαλονιά κι αν φυσικά λόγω της συγκυρίας που απαιτεί νοοτροπίες fast truck δοθεί ο απαιτούμενος χρόνος για αυτό, έχει διττό περιεχόμενο. Από την μια, τεράστια είναι η σημασία των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε μια «παρθένα» για τέτοιου είδους φυσική λεηλασία περιοχή και από την άλλη η αλλαγή του προσανατολισμού της τοπικής οικονομίας και κοινωνίας, που από την τουριστική και αγροτοκτηνοτροφική διαμόρφωση θα πρέπει να περάσει ταχύτατα και άρα βίαια σε έναν άλλου είδους προσανατολισμό. Χωρίς βέβαια να στερείται σημασίας ο ρόλος των λεγόμενων αντισταθμιστικών κινήτρων και ποια θα είναι αυτά.
 
Χωρίς μέχρι σήμερα να έχει γίνει οποιαδήποτε σοβαρή προσέγγιση με ανιδιοτελή, μη στρατευμένα και ανεξάρτητα επιστημονικά εργαλεία, προφανώς και δεν μπορεί να προκύψει κανένα σοβαρό επιχείρημα. Ωστόσο η διεθνής εμπειρία αποδεικνύει ότι οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι που συνδέονται με την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου δεν προκύπτουν μόνο από πιθανό ατύχημα στην περιοχή της πετρελαιοπηγής. Σε όλη την παραγωγική διαδικασία (έρευνα, ανόρυξη ερευνητικής γεώτρησης, παραγωγή, επεξεργασία, αποθήκευση, μεταφορά) μπορούν να διαπιστωθούν περιστατικά ρύπανσης, είτε λόγω παράνομων απορρίψεων και ατυχημάτων είτε κατά τις συνηθισμένες λειτουργικές διαδικασίες. Με αυτόν τον τρόπο καταλήγει στο περιβάλλον μια ευρεία γκάμα ουσιών, από απορρίμματα, πετρελαιοειδή, μεθάνιο, βαρέα μέταλλα, ραδιενεργές ουσίες κ.α., που οδηγούν στην υποβάθμισή του και ενέχουν κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και τη γενικότερη κοινωνική και οικονομική ευημερία - δύο συνιστώσες που ως γνωστόν συνδέονται άμεσα με τις θαλάσσιες και παράκτιες δραστηριότητες.
 
Εξ άλλου οι πολύπλευρες δυσμενείς επιπτώσεις που συνδέονται με τις εξορυκτικές δραστηριότητες, ο πεπερασμένος χαρακτήρας των ορυκτών καυσίμων και η ανάγκη για να υπάρξει άμεσα κατάλληλος σχεδιασμός για τη σταδιακή απεξάρτηση από αυτά, αλλά και τα οφέλη που απορρέουν από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού, καταπολέμηση κλιματικών αλλαγών, θέσεις εργασίας), δεν μπορούν πια να αγνοούνται χάριν του εύκολου κέρδους και των κυριαρχικών βλέψεων.
 
Παράλληλα, όταν για χρόνια το δόγμα της όποιας τοπικής ανάπτυξης είχε ως πυλώνες την αγροτοκτηνοτροφία, την αλιεία και τον τουρισμό, όταν δεκάδες πολίτες του νησιού επένδυσαν κόπο και χρήμα σε προσωπικά επιχειρηματικά οράματα ή απόθεσαν την αγωνία της επιβίωσης τους και το μέλλον των παιδιών τους στους συγκεκριμένους τομείς της τοπικής οικονομίας, όταν το ίδιο το κράτος μέσω επιχορηγήσεων και άλλων κινήτρων ώθησε τους ανθρώπους αυτούς προς την συγκεκριμένη δραστηριότητα, πως είναι δυνατόν τώρα, με όσα και όποια αντισταθμίσματα τους υποσχεθούν και τους δοθούν, να πρέπει να χαραμίσουν αυτό που έμαθαν καλά και με αξιοπρέπεια να κάνουν, προκειμένου να συμβαδίσουν με το πετρελαϊκό ρεύμα της εποχής. Κι αν αντίλογος σε αυτό είναι ότι δεν θα υπάρξει καμία επίπτωση στην υπάρχουσα οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα και ότι μια πετρελαιοπηγή μίλια ανοικτά της Κεφαλονιάς σαφέστατα δεν επηρεάζει την κτηνοτροφία στη Φάλαρη ή μια μονάδα ενοικιαζόμενων δωματίων στην Αγ. Ευφημία, εκ του πονηρού δεν αναφέρεται η αυτονόητη μείωση του εισαγόμενου τουρισμού που ανοικτά της Κεφαλονίτικης ακτογραμμής θα αντικρίζει μια πετρελαιοπηγή ή θα διαβάζει σε τουριστικούς οδηγούς για αυτήν, όπως δεν αναφέρεται και η μείωση της αξίας των ντόπιων προϊόντων που σε κάθε περίπτωση άλλη είναι τώρα και άλλη θα είναι όταν από την κορφή και τις πλαγιές του Αίνου, ως φόντο θα στέκει μια δεξαμενή άντλησης πετρελαίου. Για να μην μιλήσουμε για το λεγόμενο τουρισμό της κρουαζιέρας που από το να «βολτάρει» ανάμεσα σε δεξαμενές άντλησης, θα επιλέξει άλλα νερά με καλύτερη «θέα».
 
Σε ο, τι έχει να κάνει τέλος με τα αντισταθμιστικά οφέλη και για τα οποία όταν αυτά σχηματοποιηθούν θα επανέλθουμε, η πολλά υποσχόμενη απορρόφηση εργατικού δυναμικού μάλλον ως πρωταπριλιάτικο αστείο φαντάζει, καθώς οι συγκεκριμένες μονάδες όλων των πετρελαϊκών κολοσσών, απασχολούν εξειδικευμένους επιστήμονες και τεχνικούς και οι μόνοι «απαραίτητοι» εργάτες ίσως να απορροφηθούν σε εργασίες… ματσακονισμού των δεξαμενών. Ομοίως, η προσφάτως διατυπωθείσα αξίωση των τοπικών αρχόντων του νησιού με στόχο τη διεκδίκηση ποσοστού των εσόδων για ανταποδοτικά έργα Κεφαλονιάς-Ιθάκης, μάλλον ως πρόχειρο αποκούμπι μιας ενδεχόμενης τοπικής αντίδρασης φαντάζει, καθώς από τη στιγμή που δεν υπάρχει η συγκεκριμένη ποσοστιαία πρόβλεψη των συνεπειών των εξορύξεων, η διεκδίκηση ποσοστού των εσόδων είναι εντελώς αόριστη και άστοχη, λειτουργεί περισσότερο επικοινωνιακά παρά ουσιαστικά και πιθανόν το ποσοστό που διεκδικείται να μην αρκεί καν να καλύψει τις αρχικές επιπτώσεις όχι των ίδιων των εξορύξεων όταν αυτές ξεκινήσουν, που κατά τη γνώμη μου θα είναι δυσθεώρητες, αλλά της φήμης τους και της επίπτωσης της στις αμέσως ερχόμενες τουριστικές σεζόν.
 
Έστω όμως κι αν κάποιοι κατηγορήσουν την άποψη αυτή ως πρόχειρη κι επιπόλαιη, το βασικό ερώτημα για το ποια ανάπτυξη θέλουμε παραμένει. Αυτή που θα μας φέρει για λογαριασμό διεθνών κολοσσών διακομιστές απαρχαιωμένων μορφών ενέργειας στην βόρεια Ευρώπη με εργασιακούς και κοινωνικούς όρους βαθιάς ανατολής ή μιας ανάπτυξης με όρους κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς, φιλική στον άνθρωπο και την ποιότητα ζωής; Επιδίωξη μας είναι η ευρύτερη περιοχή μας αλλά και η ίδια η Κεφαλονιά να φημίζεται γι' αυτό που πραγματικά είναι και παράγει ή να «διαφημίζεται» για τον αριθμό των βαρελιών που αντλούνται από θαλάσσια οικόπεδα που μπορεί καν να μην της ανήκουν, όταν την ίδια στιγμή τα νησιά των Κυκλάδων θα πρωταγωνιστούν σε μια πρωτοφανή τουριστική έκρηξη λόγω της πιθανής «συναλλαγματικής» διαφοράς με άλλους τουριστικούς προορισμούς εντός ή εκτός ευρώ; Κι ακόμη, το ίδιο το κράτος, που πρόσφατα υποσχέθηκε την «πράσινη ανάπτυξη» και που θα μπορούσε ωφέλιμα να την επιτύχει, με ποια λογική ανέχεται ανιστόρητα, τα γεωτρύπανα της ανάπτυξης που θα επιφέρουν έστω κάποια αύξηση στα δημόσια έσοδα μέσω της φορολογίας των ξένων ομίλων που θα θησαυρίσουν, να βυθίσουν σε υποθαλάσσιες μαύρες τρύπες τη μοναδικότητα της χώρας και τον φυσικό της πλούτο που υπό άλλες συνθήκες εθνικής ανεξαρτησίας θα αποτελούσε τη λύση του οικονομικού προβλήματος;
 
Όλοι εμείς, αφού διεκδικήσουμε την πλήρη και ουσιαστική ενημέρωση και αποφασίσουμε στη συνέχεια για το πως πλέον θέλουμε να ζήσουμε, πρέπει να είμαστε έτοιμοι. Έτοιμοι έτσι ώστε με όσο ζήλο οι θιασώτες της οικονομικής ανάπτυξης, εργάζονται για την διάσωση του συμφέροντός τους, ανάλογα όλοι εμείς να αγωνιστούμε για την δική μας διάσωση όπως και των παιδιών μας. Κι αυτή δεν χρειάζεται γεωτρύπανα, αλλά πιθανόν τύμπανα που θα αφυπνίσουν τις αληθινές παραγωγικές και ουσιαστικές αναπτυξιακές δυνάμεις του τόπου. Και αυτές είναι πολλές και είναι γύρω μας. Όχι βαθιά στη γη, αλλά πάνω της.